Αγκιτάτσια, το πιο επικίνδυνο είδος Προπαγάνδας
Ολέθριο για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ελευθερία, καταπέλτης για τον άνθρωπο που θέλει να έχει αξιοπρέπεια, λειτουργικότητα, υπόσταση και κοινωνική ταυτότητα, έστω κι ως ψευδαίσθηση.
Σε συνέχεια του άρθρου τι είναι και τι κάνει η Προπαγάνδα, [αναζήτησε το πρώτο μέρος: Προπαγάνδα και Μαζάνθρωπος] εξετάζοντας τους κλάδους και τα μέρη, της Προπαγάνδας, αντιλαμβανόμαστε πως δεν είναι όλοι κακοί για την ανθρώπινη επιβίωση, γιατί υπάρχει και η λευκή προπαγάνδα, που δεν είναι όμως για τον μαζάνθρωπο.
Μπορεί συνήθως κι από βιασύνη ή από εμφύτευση, να λέμε “Η Προπαγάνδα” αλλά δεν είναι μια ή ενός είδους, είναι πολλές και όχι όλες επί κακό. Όταν μάθεις ποιές είναι οι προπαγάνδες και τι μπορούν να πετύχουν, τότε μπορείς, αν ξέρεις, πότε κάποιος προπαγανδίζει, θέλοντας το κακό σου ή προπαγανδίζει θέλοντας να σε βοηθήσει επί καλό. Τι να αφήσεις να σε επηρεάσει και τι να απορρίψεις ασυζητητί. Επίσης όταν ακούμε την λέξη “Προπαγάνδα” αυτόματα την συνδέουμε με τον Ναζισμό (άλλος ένας –ισμός) και τον Paul Joseph Goebbels αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν, πως ο ναζισμός αντέγραψε τον κομουνισμό (κι άλλος –ισμός) και όχι μόνο στην προπαγάνδα. Σε κανενός ο νους δεν πηγαίνει στον ανιψιό του Sigmund Freud τον κατ’ εξοχήν προπαγανδιστή των μαζών του μεταπολεμικού Δυτικού κόσμου τον πολύ κ. Edward Louis Bernays. Εξαίρετοι στην προπαγάνδα ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας, ο Μακεδόνας Αλέξανδρος πολλά χρόνια πριν τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Goebbels τον Bernays και τους συντρόφους τους.
Αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως, είναι η μελέτη του Φαινομένου της Προπαγάνδας, που πιθανώς έχει ενδιαφέρον όχι μόνο στον τομέα της Πολιτικής ή της θρησκείας όσο κυρίως, στον τομέα της φιλοσοφικής σκέψεως και της δημιουργίας ενός φιλοσοφημένου και υγιούς νοητικά ανθρώπου. Ένα από τα βασικά προβλήματα πού αντιμετωπίζει ο άνθρωπος από τότε πού αντελήφθη τον εαυτό του σαν μέλος ενός κοινωνικού κύκλου, είναι το πώς θα επηρεάσει το περιβάλλον του, πώς θα πείσει τον πλησίον του για τις προθέσεις του και τις απόψεις του. Το πρόβλημα είναι θεμελιώδες γιατί αναφέρεται στο ένστικτο επιβιώσεως και αυτοσυντηρήσεως από το όποιο πηγάζουν όλα τα λοιπά ένστικτα της ανθρώπινης φύσεως.
Είναι, επίσης και πρόβλημα πολιτικό διότι ακριβώς προκύπτει από την αντιπαράθεση του ατόμου προς το κοινωνικό του περιβάλλον. Αφορά την σχέση του ατόμου με τον «άλλον» δηλ., με τον κοινωνικό κύκλο, την «πόλη». Στην γένεσή του, ξεκινά με αγαθές προθέσεις. Γνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες, λαός καθαρά και πρώτιστα «πολιτικός», ως κύριο μέλημα εκπαιδεύσεως είχαν τηνΤέχνη της Πειθούς την οποίαν έλεγαν «ρητορική». Το θέμα τους ήταν πώς θα πείσουν για να επικρατήσουν και σ” αυτό εκπαίδευαν τους νέους.
Η ρητορεία για τους αρχαίους ήταν συνδυασμός αλήθειας και ηδονής. Αναφέρεται όχι μόνο στον Λόγο αλλά ΚΑΙ στο Συναίσθημα. Ο Σωκράτης θέλει το επιχείρημα να εκφράζει την αλήθεια αλλά με τρόπο που να ευχαριστεί την ψυχή του ακροατή. Είναι φυσικό, ότι όταν προβάλλεις την αλήθεια με τρόπο δυσάρεστο για το άτομο που την ακούει προκαλείς διπλή απέχθεια (άλλο η απέχθεια κι άλλο οι τεχνικές ΣΟΚ ). Απέχθεια για το άτομο σου αλλά ακόμη και απέχθεια για τα ίδια τα λόγια και τις θέσεις που θέλεις να πείσεις. Από την βασική αυτή τοποθέτηση ο άνθρωπος εύκολα υπεχώρησε στον πειρασμό να θυσιάσει την αλήθεια και τον σεβασμό προς την λογική για να εξασφαλίσει μόνο την ευχαρίστηση της ψυχής του ακροατή και συνεπώς, την εύνοιά του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βαθύτερη φυσική επιδίωξη του μαζανθρώπου είναι η ικανοποίηση του Εγώ, (αυτού του τέρατος με τα 5.000 κεφάλια που σαν άλλη Λερναία Ύδρα σε πνίγει καθημερινά και σε εμποδίζει να είσαι Άνθρωπος) που ο Ρουσσώ αποκαλεί “Amour de soi” και που αποτελεί το θεμέλιο του υλικού ανθρώπινου πλάσματος. Κάθε πλήρωση και ικανοποίηση του Εγώ, σαν βασικό κατώτατο ένστικτο που είναι, προκαλεί και συντηρείται από το συναίσθημα της ηδονής και σ’ αυτό ο άνθρωπος είναι πάντοτε πρόθυμος να θυσιάσει την αλήθεια μαζί με οτιδήποτε άλλο.
Γι αυτό και κάθε άνθρωπος που είναι έξω από την μάζα, πρωτίστως επιδιώκει να εγκαταλείψει αυτό το Λερναιοκέφαλο τέρας, το ΕΓΩ, γι αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποκύψει σε οποιαδήποτε προπαγάνδα. Άλλωστε οι μαύρες προπαγάνδες προορίζονται για τον μαζάνθρωπο. Να επαναλάβω εδώ ότι, όπου ο συγγραφέας αναφέρει κομμουνισμό ταιριάζει οποιοσδήποτε –ισμός και χωρίς να ξεχνάμε πως κάθε –ισμός και πάγος. ( Περίσσεια θερμότητας σημαίνει περίσσεια κινήσεως και συνειδήσεως. Περίσσεια ψυχρού, σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ηράκλειτος)
Οι τρεις κλάδοι προπαγάνδας
Η Προπαγάνδα είναι μια διάδοση κι επιβολή ιδεών. Ιδέες όμως έχουμε διαφόρων ειδών. Έτσι, έχουμε και διαφόρων ειδών Προπαγάνδας. Με βάση το ιδεολογικό περιεχόμενο της η Προπαγάνδα διακρίνεται σε τρεις κλάδους:
Η Εμπορική Προπαγάνδα ή διαφήμησης όπως την λέμε συνήθως, διαδίδει ιδέες που έχουν σχέση με κάποιο εμπορικό προϊόν. Σκοπός της είναι η δημιουργία προτιμήσεων προς τα διάφορα είδη του εμπορίου ή ακόμη και η δημιουργία υλικών αναγκών δια ψυχολογικών μέσων. Να κατορθώση λ.χ. να εμφυσήση στους ανθρώπους την ιδέα ότι η ζωή δεν αξίζει χωρίς αυτοκίνητο, συνεπώς οι προσπάθειες του καθενός πρέπει να αποβλέπουν στην απόκτηση αυτοκινήτου.
Η Θρησκευτική Προπαγάνδα ή κατήχηση (προσηλυτισμός), διαδίδει ιδέες που έχουν σκοπό να μας διδάξουν ορισμένους κανόνες ηθικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Το περιεχόμενο αυτής της Προπαγάνδας είναι μια φιλοσοφία της υπάρξεως. Προσπαθεί να μας διδάξει τι είναι Καλό και Κακό, ποιο είναι το Δίκαιο και ποιο τό Άδικο, πώς να ακολουθήσουμε την Αρετή και να αποφύγουμε την Κακία.
Η Πολιτική Προπαγάνδα ή απλώς Προπαγάνδα έχει για σκοπό της τον καθορισμό της στάσεως και συμπεριφοράς του Ανθρώπου.
Αυτό που ενδιαφέρει πρωτίστως, είναι η μελέτη του Φαινομένου της Προπαγάνδας, που πιθανώς έχει ενδιαφέρον όχι μόνο στον τομέα της Πολιτικής ή της θρησκείας όσο κυρίως, στον τομέα της φιλοσοφικής σκέψεως και της δημιουργίας ενός φιλοσοφημένου και υγιούς νοητικά ανθρώπου. Ένα από τα βασικά προβλήματα πού αντιμετωπίζει ο άνθρωπος από τότε πού αντελήφθη τον εαυτό του σαν μέλος ενός κοινωνικού κύκλου, είναι το πώς θα επηρεάσει το περιβάλλον του, πώς θα πείσει τον πλησίον του για τις προθέσεις του και τις απόψεις του. Το πρόβλημα είναι θεμελιώδες γιατί αναφέρεται στο ένστικτο επιβιώσεως και αυτοσυντηρήσεως από το όποιο πηγάζουν όλα τα λοιπά ένστικτα της ανθρώπινης φύσεως.
Είναι, επίσης και πρόβλημα πολιτικό διότι ακριβώς προκύπτει από την αντιπαράθεση του ατόμου προς το κοινωνικό του περιβάλλον. Αφορά την σχέση του ατόμου με τον «άλλον» δηλ., με τον κοινωνικό κύκλο, την «πόλη». Στην γένεσή του, ξεκινά με αγαθές προθέσεις. Γνωρίζουμε ότι οι αρχαίοι Έλληνες, λαός καθαρά και πρώτιστα «πολιτικός», ως κύριο μέλημα εκπαιδεύσεως είχαν τηνΤέχνη της Πειθούς την οποίαν έλεγαν «ρητορική». Το θέμα τους ήταν πώς θα πείσουν για να επικρατήσουν και σ” αυτό εκπαίδευαν τους νέους.
Η ρητορεία για τους αρχαίους ήταν συνδυασμός αλήθειας και ηδονής. Αναφέρεται όχι μόνο στον Λόγο αλλά ΚΑΙ στο Συναίσθημα. Ο Σωκράτης θέλει το επιχείρημα να εκφράζει την αλήθεια αλλά με τρόπο που να ευχαριστεί την ψυχή του ακροατή. Είναι φυσικό, ότι όταν προβάλλεις την αλήθεια με τρόπο δυσάρεστο για το άτομο που την ακούει προκαλείς διπλή απέχθεια (άλλο η απέχθεια κι άλλο οι τεχνικές ΣΟΚ ). Απέχθεια για το άτομο σου αλλά ακόμη και απέχθεια για τα ίδια τα λόγια και τις θέσεις που θέλεις να πείσεις. Από την βασική αυτή τοποθέτηση ο άνθρωπος εύκολα υπεχώρησε στον πειρασμό να θυσιάσει την αλήθεια και τον σεβασμό προς την λογική για να εξασφαλίσει μόνο την ευχαρίστηση της ψυχής του ακροατή και συνεπώς, την εύνοιά του.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η βαθύτερη φυσική επιδίωξη του μαζανθρώπου είναι η ικανοποίηση του Εγώ, (αυτού του τέρατος με τα 5.000 κεφάλια που σαν άλλη Λερναία Ύδρα σε πνίγει καθημερινά και σε εμποδίζει να είσαι Άνθρωπος) που ο Ρουσσώ αποκαλεί “Amour de soi” και που αποτελεί το θεμέλιο του υλικού ανθρώπινου πλάσματος. Κάθε πλήρωση και ικανοποίηση του Εγώ, σαν βασικό κατώτατο ένστικτο που είναι, προκαλεί και συντηρείται από το συναίσθημα της ηδονής και σ’ αυτό ο άνθρωπος είναι πάντοτε πρόθυμος να θυσιάσει την αλήθεια μαζί με οτιδήποτε άλλο.
Γι αυτό και κάθε άνθρωπος που είναι έξω από την μάζα, πρωτίστως επιδιώκει να εγκαταλείψει αυτό το Λερναιοκέφαλο τέρας, το ΕΓΩ, γι αυτό και είναι εξαιρετικά δύσκολο να υποκύψει σε οποιαδήποτε προπαγάνδα. Άλλωστε οι μαύρες προπαγάνδες προορίζονται για τον μαζάνθρωπο. Να επαναλάβω εδώ ότι, όπου ο συγγραφέας αναφέρει κομμουνισμό ταιριάζει οποιοσδήποτε –ισμός και χωρίς να ξεχνάμε πως κάθε –ισμός και πάγος. ( Περίσσεια θερμότητας σημαίνει περίσσεια κινήσεως και συνειδήσεως. Περίσσεια ψυχρού, σημαίνει ακινησία και νέκρα. Ηράκλειτος)
Οι τρεις κλάδοι προπαγάνδας
Η Προπαγάνδα είναι μια διάδοση κι επιβολή ιδεών. Ιδέες όμως έχουμε διαφόρων ειδών. Έτσι, έχουμε και διαφόρων ειδών Προπαγάνδας. Με βάση το ιδεολογικό περιεχόμενο της η Προπαγάνδα διακρίνεται σε τρεις κλάδους:
Η Εμπορική Προπαγάνδα ή διαφήμησης όπως την λέμε συνήθως, διαδίδει ιδέες που έχουν σχέση με κάποιο εμπορικό προϊόν. Σκοπός της είναι η δημιουργία προτιμήσεων προς τα διάφορα είδη του εμπορίου ή ακόμη και η δημιουργία υλικών αναγκών δια ψυχολογικών μέσων. Να κατορθώση λ.χ. να εμφυσήση στους ανθρώπους την ιδέα ότι η ζωή δεν αξίζει χωρίς αυτοκίνητο, συνεπώς οι προσπάθειες του καθενός πρέπει να αποβλέπουν στην απόκτηση αυτοκινήτου.
Η Θρησκευτική Προπαγάνδα ή κατήχηση (προσηλυτισμός), διαδίδει ιδέες που έχουν σκοπό να μας διδάξουν ορισμένους κανόνες ηθικής και κοινωνικής συμπεριφοράς. Το περιεχόμενο αυτής της Προπαγάνδας είναι μια φιλοσοφία της υπάρξεως. Προσπαθεί να μας διδάξει τι είναι Καλό και Κακό, ποιο είναι το Δίκαιο και ποιο τό Άδικο, πώς να ακολουθήσουμε την Αρετή και να αποφύγουμε την Κακία.
Η Πολιτική Προπαγάνδα ή απλώς Προπαγάνδα έχει για σκοπό της τον καθορισμό της στάσεως και συμπεριφοράς του Ανθρώπου.
Η ευρύτης της Πολιτικής Προπαγάνδας
Η τροποποίηση της πολιτικής συμπεριφοράς του Άνθρωπου συχνά τροποποιεί και την γενικότερη συμπεριφορά, τον χαρακτήρα, τον ψυχικό και πνευματικό κόσμο, την ίδια την ιδιοσυστασία του άνθρωπου. Δεν αποβλέπει δηλαδή η Πολιτική Προπαγάνδα στη διάδοση καθαρώς πολιτικών απόψεων και μόνον. Πολλές φορές έχει για σκοπό της, μαζί μέ τη διάδοση μιας ορισμένης πολιτικής ιδεολογίας και πέρα απ' αυτήν την ανατροπή μιας θρησκευτικής πίστεως, (λ.χ. κομμουνιστικός αθεϊσμός), την διάδοση μιας ολόκληρης φιλοσοφίας (λ.χ. μαρξισμός) την δημιουργία δικών της κοινωνικών ηθικών και βιοθεωρητικών αντιλήψεων (λ.χ. λενινιστική ηθική) την επιβολή μιας ειδικής αισθητικής (λ.χ. σοσιαλιστικός ρεαλισμός).
Η Πολιτική Προπαγάνδα έχει λοιπόν συχνά για στόχο της ολόκληρο το “είναι” πνευματικό, ηθικό και ψυχικό του ανθρώπου. Γι αυτό δεν αλλάζει μόνο την πολιτική του συμπεριφορά αν και σε αυτήν βεβαίως αποβλέπει κυρίως, αλλά ολόκληρη την ιδιοσυγκρασία του. Στόχος της είναι ο ίδιος ο άνθρωπος σαν μέλος της κοινωνίας. Συνεπώς μια επιτυχημένη Πολιτική Προπαγάνδα μπορεί να επηρεάσει την ίδια την “ουσία” του ανθρώπου.
Παραδείγματα έχουμε πολλά. Η ναζιστική και η κομουνιστική Προπαγάνδα, με την δημιουργία φανατισμένων ψυχοπαθών οπαδών οι οποίοι έχουν δικές τους αντιδράσεις, ακατανόητες για τους άλλους και είναι διατεθειμένοι, σύμφωνα με μια δική τους αντίληψη περί “ηθικής” να κάνουν οποιοδήποτε έγκλημα χάριν του σκοπού τους, αποτελούν τυπικά δείγματα των γενικότερων αποτελεσμάτων της Πολιτικής Προπαγάνδας. Η ναζιστική προπαγάνδα δεν άλλαξε απλώς τις πολιτικές αντιλήψεις των οπαδών της. Προχώρησε πολύ βαθύτερα. Τους δημιούργησε αντιλήψεις για τις σχέσεις μεταξύ των διαφόρων ανθρωπίνων φυλών, για τον ρόλο κάθε φυλής, για την ευγονική, την Εκκλησία, την Ιστορία, κλπ.
Επίσης η κομμουνιστική Προπαγάνδα διδάσκει μια νέα εντελώς δική της “ηθική” την κομμουνιστική ή λενινιστική “ηθική”. Διδάσκει την αθεΐα. Την φιλοσοφία της τον Διαλεκτικό Υλισμό. Την δική της υλιστική αντίληψη και ερμηνεία της ιστορίας. Γενικά, διαδίδει ένα πλήθος μη καθαρώς πολιτικών ιδεών. Σκοπός της είναι να δημιουργήσει όχι απλώς ένα πολιτικό οπαδό, αλλά ένα άνθρωπο ολοκληρωτικό κτήμα του κομμουνισμού, ένα άνθρωπο ριζικώς διαφορετικού τύπου. Σε αυτό τον σκοπό υπέταξε και την Τέχνη (σοσιαλιστικός ρεαλισμός) και την Παιδεία και όλες τις ανθρώπινες εκδηλώσεις. Η Πολιτική Προπαγάνδα λοιπόν, είναι ευρύτερη και από τη Εμπορική κι από την Θρησκευτική Προπαγάνδα. Τα αποτελέσματα της είναι βαθύτερα και αγκαλιάζουν τον άνθρωπο στο σύνολο του.
Σχέσης Πολιτικής και Εμπορικής Προπαγάνδας
H Διαφήμιση και η Πολιτική Προπαγάνδα έχουν ασφαλώς πολλά κοινά σημεία και συχνά αλληλοεπηρεάζονται. Η Εμπορική Προπαγάνδα χρησιμοποιεί την εμπορική π λ η ρ ο φ ο ρ ί α (λ.χ. ότι παράγεται το τάδε προϊόν σε τέτοιες ποσότητες, ότι υπάρχουν τόσοι καταναλωτές αυτού του προϊόντος, ότι τα συστατικά πού το αποτελούν είναι αυτά ή εκείνα). Κατά τον ίδιο τρόπο ή Πολιτική Προπαγάνδα χρησιμοποιεί την πολιτική πληροφορία. Η πρώτη, δίνει υποσχέσεις λ.χ. πάρετε το τάδε αυτοκίνητο θα ενθουσιασθείτε. Η δεύτερη έχει το πρόγραμμα με το οποίο δίνει τις υποσχέσεις της. Η Εμπορική Προπαγάνδα έχει την «μάρκα».
Η πολιτική έχει το σύμβολο (σβάστικα, σφυροδρέπανα, φάτσιο). Η “Εμπορική Προπαγάνδα έχει το διαφημιστικό σύνθημα, («πίνετε μπύρα τάδε»). Η πολιτική έχει το πολιτικό σύνθημα («ψηφίζετε τον δείνα»). Άλλωστε, πολύ συχνά η Πολιτική Προπαγάνδα δεν είναι και αυτή, παρά μια εμπορική διαφήμισης ορισμένων προσώπων ή πραγμάτων. Μεγάλες προπαγανδιστικές εκστρατείες προσωπικής διαφημίσεως έκαναν λ.χ. ο Ιούλιος Καίσαρ, ο Καρλομάγνος, ο Λουδοβίκος 14ος («ο Ήλιος»), ο Ναπολέων, ο Μουσολίνι, ο Χίτλερ, ο Στάλιν, ο Μάο. Την προσωπική αυτή διαφήμιση την έκαναν διάφοροι ποιητές, χρονικογράφοι, ιστορικοί, ζωγράφοι, γλύπτες, μουσικοσυνθέτες που τους πλήρωναν πλουσιοπάροχα οι ενδιαφερόμενοι. Την έκαναν όμως και οι ίδιοι οι «μεγάλοι άνδρες» με τις φροντισμένες στάσεις τους (Ναπολέων) με την μελετημένη συμπεριφορά τους (Λένιν) και με τις «ιστορικές» φράσεις του (Τσώρτσιλ) με το προμελετημένο ντύσιμο τους (Μάο).
Πολύ συχνά, η Πολιτική Προπαγάνδα, χρησιμοποιεί και την καθαρώς Εμπορική Προπαγάνδα για να εξυπηρέτηση τους πολιτικούς σκοπούς της. Έτσι λ.χ., η Σοβιετική Ένωση, χρησιμοποιεί σε ευρύτατη κλίμακα για τούς πολιτικούς, της σκοπούς τις οικονομικές και εμπορικές σχέσεις, τις εμπορικές εκθέσεις, την παροχή τεχνικής βοηθείας, την ανταλλαγή εμπορευμάτων, την σύναψη εμπορικών συμφωνιών, την κατασκευή παραγωγικών έργων (λ.χ. Άσσουάν), την διάδοση των κάθε είδους προϊόντων της, την προβολή των τεχνικών επιτευγμάτων της («σπούτνικ»). Συμπερασματικά, η Πολιτική Προπαγάνδα διαφέρει από την “Εμπορική κυρίως στον σκοπό. Δεν επιδιώκει στην επιβολή εμπορευμάτων άλλα πολιτικό – ιδεολογικών πεποιθήσεων. Έτσι, ενώ χρησιμοποιεί τα ιδία μέσα με την Εμπορική Προπαγάνδα, αποκτά πολύ μεγαλύτερη ευρύτητα στόχων.
Σχέσης Θρησκευτικής και Πολιτικής Προπαγάνδας
Η Θρησκευτική Προπαγάνδα, διδάσκει μια φιλοσοφία υπάρξεως και ορίζει τους κανόνες της συγκεκριμένης ηθικής συμπεριφοράς. Έτσι όμως, έρχεται αναπόφευκτα σε σύγκρουση με την «καθολική» Πολιτική Προπαγάνδα, δηλαδή με την Προπαγάνδα των ολοκληρωτικών συστημάτων και ιδεολογιών που από την φύση, τους δεν ανέχονται κανένα άλλο Δόγμα, καμία άλλη Πίστη. Όταν ένα κόμμα δεν διαφημίζει απλώς τις πολιτικές του αντιλήψεις και το πολιτικό του πρόγραμμα όπως κάνουν τα συνήθη κόμματα, αλλά προπαγανδίζει ένα ολόκληρο οικονομικό, κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό σύστημα, όταν αυτό το πολιτικό κόμμα στηρίζεται σε μιά κ ο σ μ ο θ ε ω ρ ί α, όπως συμβαίνει με το Κ.Κ. τότε ή Προπαγάνδα του, διδάσκει και μία δική του «ηθική» και μία δική του φιλοσοφία υπάρξεως Μοιραία λοιπόν έρχεται σε σύγκρουση με την Θρησκεία και την Προπαγάνδα. Από εδώ και το μίσος του κομμουνισμού κατά της θρησκείας και η αντιθρησκευτική Προπαγάνδα του.
Η σχέση όμως θρησκευτικής και Πολιτικής Προπαγάνδας δεν είναι πάντοτε σχέση συγκρούσεως. Πολλές φορές, η Πολιτική Προπαγάνδα, προσπαθεί να χρησιμοποιήσει σαν ένα από τα μέσα της και την Εκκλησία και την ίδια την Θρησκεία, υποδουλώνοντας την στο Κράτος. Παράδειγμα τέτοιας χρησιμοποιήσεως της Θρησκείας από μέρους του Κράτους μας παρέχουν οι κομμουνιστικές χώρες. Αυτές, αν και αθεϊστικές, επιτρέπουν, με περιορισμούς φυσικά, την ύπαρξη της Εκκλησίας, αλλά την έχουν θέσει κάτω από τον πλήρη ιδεολογικοπνευματικό, πολιτικό και οργανωτικό έλεγχο του μονοκομματικού κράτους. Και αυτό προσπαθεί, για το διάστημα που θα την ανέχεται σαν «αναγκαίο κακό» να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία για να συμφιλιώσει τους πιστούς με το καθεστώς, να τους κινητοποιήσει υπέρ του και να τους αφομοιώσει βαθμιαία.
Επίσης, χρησιμοποιεί την Εκκλησία για την διείσδυση σε άλλους ομόθρησκους λαούς. Τέλος, την χρησιμοποιεί επίσης, για την διεξαγωγή της “Ανθρωπιστικής” Προπαγάνδας του περί ειρήνης, υφέσεως, αφοπλισμού και τα παρόμοια. Εξάλλου, η Πολιτική Προπαγάνδα, πολλές φορές, είναι και η ίδια «θρησκευτική». Παίρνει δηλαδή μεθόδους και συστατικά στοιχεία της θρησκείας και προσπαθεί να τα μεταφυτεύσει προς πολιτικές κατευθύνσεις, η «θεοποίηση» των ηγετών, η «αγιοποίηση» των «μαρτύρων», η «ιεροποίηση» συμβόλων του κινήματος. Ο κομμουνισμός όπως θα δούμε και παρακάτω, έχει φροντίσει να πάρει όλα τα στοιχεία μιας θρησκείας γιατί σκοπός του είναι να γίνει μΙα νέου τύπου «θρησκεία» δηλαδή αντικείμενο απολύτου πίστεως.
ΤΑ ΕΙΔΗ ΤΗΣ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ
Τα διάφορα είδη: Χρησιμοποιώντας σαν κριτήριο τις πηγές, το κοινό, τους στόχους ή τους σκοπούς της Πολιτικής Προπαγάνδας, την διακρίνουμε σε διάφορα είδη. Η πρώτη διαίρεση είναι εκείνη που παίρνει σαν κριτήριο την προέλευση (πηγή) και τον τρόπο εμφανίσεως της Προπαγάνδας. Τότε, την διακρίνουμε σε λευκή – φαιά – μαύρη. Αν κριτήριό μας είναι όχι η προέλευση της Προπαγάνδας αλλά το κοινό της, δηλ. όχι ποιος την κάνει αλλά σε ποιόν απευθύνεται, τότε την διακρίνουμε σε σταθεροποιητική-μεταπειστική-διαλυτική και ειδική. Άλλο κριτήριο είναι ο στόχος της Προπαγάνδας, οπότε την ξεχωρίζουμε σε στρατηγική και τακτική. Τέλος όταν σαν κριτήριο χρησιμεύει ο σκοπός της Προπαγάνδας, αν δηλ. αποβλέπει στην διάδοση των ιδεών της ή στην καταπολέμηση των ιδεών του αντιπάλου, έχουμε δύο είδη: Προπαγάνδα και Αντιπροπαγάνδα. Αμέσως πιο κάτω εξετάζουμε όλα τα είδη Πολιτικής Προπαγάνδας.
Διάκριση κατά προέλευση
α) Λευκή Προπαγάνδα: Είναι εκείνη που διεξάγεται κατά τρόπο φανερό και επίσημο. Δηλώνει από που προέρχεται, σε ποιόν απευθύνεται, από που αντλεί τις πληροφορίες της και τα στοιχεία της και που αποβλέπει. Είναι η ανοιχτή, η ενυπόγραφη, η επώνυμη Προπαγάνδα που κάνει λ.χ. μια κυβερνητική ή κομματική ανακοίνωση, ένας επίσημος ραδιοσταθμός, το δημοσιογραφικό όργανο μιας πολιτικής παρατάξεως ή ο κοινοβουλευτικός της εκπρόσωπος. Η Λευκή Προπαγάνδα, έχει ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Είναι ενυπόγραφη και υπεύθυνη. Γι’ αυτό έχει κύρος. Έχει όμως και ένα μεγάλο μειονέκτημα. Η ακτίνα επιδράσεώς της είναι περιορισμένη. Επειδή προέρχεται από μια παράταξη, δεν γίνεται δεκτή από τους οπαδούς της άλλης. Συχνά μάλιστα δεν γίνεται καν γνωστή από αυτούς γιατί δημοσιεύεται μόνο στην δική της εφημερίδα. Έτσι παρ” όλη την «εγκυρότητα» της, δυσκολεύεται να προσέγγισει άλλα στρώματα της κοινής γνώμης.
β) Φαιά Προπαγάνδα: Είναι εκείνη η οποία συγκαλύπτει τις πηγές, την προέλευση και τους σκοπούς της. Είναι η Προπαγάνδα που δεν έχει επισήμως πατρότητα. Είναι ανώνυμη, ανυπόγραφη, έκθετη, ανεύθυνη. Είναι λ.χ. η Προπαγάνδα που διεξάγεται με τις διάφορες φήμες και τις διαδόσεις, η λεγόμενη «προπαγάνδα του ψιθύρου». Αυτή μειονεκτεί έναντι της Λευκής από πλευράς «εγκυρότητας». Πλεονεκτεί όμως από πλευράς ακτίνας επιδράσεως. η διάδοση φθάνει σχεδόν παντού. Και έτσι, κάτι που λέγεται με τη Φαιά Προπαγάνδα (λ.χ. «από στόμα σε στόμα») φθάνει στους οπαδούς όλων των παρατάξεων καθώς και σε εκείνους που δεν διαβάζουν εφημερίδες, δεν ακούνε ραδιόφωνο, δεν πηγαίνουν σε συγκεντρώσεις.
γ) Μαύρη Προπαγάνδα: Είναι εκείνη η οποία εμφανίζεται με ψεύτικη πατρότητα, αποδίδεται σε πηγή διαφορετική από την πραγματική. Έχει ψεύτικη υπογραφή, είναι πλαστογραφημένη. Παρουσιάζεται συχνά σαν να προέρχεται από τον ίδιο τον αντίπαλο, τον οποίο θέλει να πλήξη. Παρουσιάζει δήθεν ομολογίες του, δήθεν ντοκουμέντα του και ισχυρίζεται ότι προέρχεται από αυτόν. Η Μαύρη Προπαγάνδα αποβλέπει κυρίως στην διάσπαση του αντιπάλου ή στην καλλιέργεια ηττοπαθών, φυγοκέντρων και άλλων αναλόγων τάσεων μέσα στο στρατόπεδο του.
Χαρακτηριστική περίπτωση Μαύρης Προπαγάνδας είναι ο «Ριζοσπάστης» που εξέδιδε επί 4ης Αυγούστου το Υπουργείο Ασφαλείας. Ο τότε υπουργός Ασφαλείας Κ. Μανιαδάκης, χρησιμοποίησε διαφόρους πρώην κομμουνιστές πού ήξεραν καλά την νοοτροπία και την ορολογία τού κομμουνισμού, για να συντάσσει και να κυκλοφορεί δήθεν παράνομα, την εφημερίδα «Ριζοσπάστης», σαν όργανο του Κ.Κ.Ε. Η πραγματική παράνομη ηγεσία του Κ.Κ.Ε, εξέδιδε τον δικό της, τον πραγματικό «Ριζοσπάστη». Αλλά ο ψεύτικος, κυκλοφορούσε πιο τακτικά και πιο άνετα.
Έτσι, έθεσε κάτω από την δική του καθοδήγηση τους οπαδούς του Κ.Κ.Ε· Με αυτόν τον τρόπο, το ΚΚΕ έπαιρνε γραμμή από τον πλαστό «Ριζοσπάστη». Αυτός, κατάγγειλε όλους τους πραγματικούς κομματικούς ηγέτες σαν «πράκτορες της Ασφάλειας» με αποτέλεσμα να απομονωθούν από τους ομοϊδεάτες των, να εξουδετερωθούν και να συλληφθούν! Ο ίδιος ο Ν. Ζαχαριάδης, γενικός γραμματεύς τότε του Κ.Κ.Ε. για μια περίοδο, έπαιρνε «γραμμή» από τον ψεύτικο «Ριζοσπάστη»
Διάκριση κατά το κοινό
Με κριτήριο το κοινό προς το όποιο απευθύνεται η Προπαγάνδα διακρίνεται σε τέσσερα είδη: την σταθεροποιητική, την μεταπειστική, την διασπαστική και την ειδική.
α) Η Σταθεροποιητική Προπαγάνδα: Απευθύνεται προς τους οπαδούς της προπαγανδιζομένης ιδέας και αποβλέπει στην στερέωση των πεποιθήσεων των, στην διατήρηση του ενθουσιασμού και της μαχητικότητας των, στην κατοχύρωση του «πιστεύω» των. Είναι σφάλμα να θεωρείται ότι μία παράταξη δεν έχει ανάγκη να κάνει Προπαγάνδα προς τους οπαδούς της. Η Κοινή Γνώμη είναι ρευστή. Αν δεν ανανεώνει καθημερινά την πίστη των οπαδών της, μια παράταξη μπορεί να τους χάσει.
β) Η Μεταπειστική Προπαγάνδα: Απευθύνεται προς τούς κυμαινομένους, τους ταλαντευόμενους, τους ιδεολογικώς αμφιρρέποντας. Σκοπός της να τους προσέλκυσει και να επιτύχει την προσχώρηση τους στην Ιδέα.
γ) Η Διασπαστική ή Διαλυτική Προπαγάνδα: Απευθύνεται στους φανατικούς αντιπάλους, οι οποίοι δεν πρόκειται να μεταπεισθούν. Αποβλέπει στην διάσπαση τους, στην καλλιέργεια διενέξεων και αιρέσεων μέσα στο δικό τους στρατόπεδο, στην ανάπτυξη κεντρόφυγων τάσεων.
Μέθοδοί της είναι: Η διάσπαση ηγεσίας και οπαδών διά της διαβολής της πρώτης. Η καλλιέργεια της αμοιβαίας δυσπιστίας και καχυποψίας μεταξύ των αντιπάλων. Ο κλονισμός της εμπιστοσύνης των οπαδών προς την ηγεσία τους ή προς την έκβαση των αγώνων τους. Η εκμετάλλευση των κάθε λογής δυσαρεσκειών στο εσωτερικό του εχθρού. Γενικά, η Προπαγάνδα αυτή, δεν προσβάλλει απ’ ευθείας τις ιδέες του αντιπάλου άλλα υπονομεύει έντεχνα την συνοχή του ή το ηθικό του. Συχνά είναι φαιά, συχνότερα μαύρη, σπανίως λευκή.
δ) Ειδική Προπαγάνδα: Εφαρμόζεται σε εντελώς ειδικές περιπτώσεις. Απευθύνεται σε μονάδες ή σε σύνολα που βρίσκονται σε ιδιάζουσα κατάσταση, σε ειδική θέση. Τέτοια Προπαγάνδα είναι λ.χ. εκείνη πού απευθύνεται σήμερα τόσο από τους κομμουνιστές όσο και από τους δυτικούς προς τους ουδετέρους.
Διάκρισης κατά τον στόχο
Με κριτήριο τον στόχο της, η Προπαγάνδα διακρίνεται σε δύο είδη: Στην Στρατηγική και την Τακτική.
α) Στρατηγική Προπαγάνδα: Έχει για στόχο της την τελική επιδίωξη του κινήματος που υπηρετεί. Αποβλέπει δηλαδή, στον απώτερο τελικό στρατηγικό σκοπό. Η Προπαγάνδα αυτή, είναι ο μόνιμος πυρήνας κάθε Προπαγάνδας. Αντιστοιχεί στην αμετακίνητη τελική επιδίωξη του κινήματος η οποία δεν μεταβάλλεται. Αποτελείται λοιπόν από στοιχεία μόνιμα, στρατηγικής όχι τακτικής φύσεως. Συνιστά την βαθύτερη ουσία ενός «πιστεύω». Διαδίδει την βασική ιδεολογία, τις θεμελιώδεις αναλλοίωτες αρχές της. Είναι μακρόπνοη. Σταθερή. Συνυφασμένη με την ίδια την ιδεολογική υπόσταση της παρατάξεώς της.
β) Τακτική Προπαγάνδα: Προβάλλει τους εκάστοτε άμεσους στόχους. Είναι μια Προπαγάνδα ελισσόμενη, τακτικής φύσεως. Δεν στηρίζεται σε μόνιμες αρχές, αλλά απεναντίας, διακρίνεται για την απεριόριστη ευελιξία της και την διαρκή προσαρμογή της στις ολοένα μεταβαλλόμενες συνθήκες. Διαδίδει όχι «αιώνιες» ιδέες αλλά ευκαιριακά συνθήματα. Υπηρετεί όχι τον μακρινό τελικό σκοπό τον όποιο μάλιστα συχνά αποσιωπά ή κρύβει ή ακόμη και αρνείται, άλλα την εκάστοτε τρέχουσα πολιτική «γραμμή» πού προωθεί συγκεκριμένες, άμεσες, εφικτές επιδιώξεις.
Διάκριση κατά το περιεχόμενο
Με κριτήριο το περιεχόμενο των ιδεών τις οποίες διαδίδει, η Προπαγάνδα διακρίνεται σε δύο είδη: την Απλή Προπαγάνδα και την Αντιπροπαγάνδα.
α) Η απλή Προπαγάνδα: Διαδίδει τις ιδέες μιας παρατάξεως. Προσπαθεί είτε να ανανεώσει και να ενισχύσει την πίστη των οπαδών της, είτε να προσελκύσει άλλους, νέους οπαδούς σ’ αυτές τις ιδέες.
β) Η Αντιπροπαγάνδα: Αποβλέπει στην καταπολέμηση της Προπαγάνδας του αντιπάλου ο όποιος επίσης πραγματοποιεί διάδοση των ιδεών του. Σκοπός της είναι η καταπολέμηση των ιδεών που διαδίδει ό αντίπαλος. Θέλει να προφυλάξει τους οπαδούς της παρατάξεως της από τις ιδέες τού εχθρού για να τους συγκρατήσει στις δικές της. Επίσης, προσπαθεί να ματαιώσει τις ενέργειες του εχθρού προς διάσπαση των οπαδών της. Τέλος, αντιμετωπίζει και την μεταπειστική Προπαγάνδα του εχθρού προς τους ενδιάμεσους καθώς και την σταθεροποιητική προπαγάνδα προς τους δικούς του οπαδούς.
δ) Ειδική Προπαγάνδα: Εφαρμόζεται σε εντελώς ειδικές περιπτώσεις. Απευθύνεται σε μονάδες ή σε σύνολα που βρίσκονται σε ιδιάζουσα κατάσταση, σε ειδική θέση. Τέτοια Προπαγάνδα είναι λ.χ. εκείνη πού απευθύνεται σήμερα τόσο από τους κομμουνιστές όσο και από τους δυτικούς προς τους ουδετέρους.
Διάκρισης κατά τον στόχο
Με κριτήριο τον στόχο της, η Προπαγάνδα διακρίνεται σε δύο είδη: Στην Στρατηγική και την Τακτική.
α) Στρατηγική Προπαγάνδα: Έχει για στόχο της την τελική επιδίωξη του κινήματος που υπηρετεί. Αποβλέπει δηλαδή, στον απώτερο τελικό στρατηγικό σκοπό. Η Προπαγάνδα αυτή, είναι ο μόνιμος πυρήνας κάθε Προπαγάνδας. Αντιστοιχεί στην αμετακίνητη τελική επιδίωξη του κινήματος η οποία δεν μεταβάλλεται. Αποτελείται λοιπόν από στοιχεία μόνιμα, στρατηγικής όχι τακτικής φύσεως. Συνιστά την βαθύτερη ουσία ενός «πιστεύω». Διαδίδει την βασική ιδεολογία, τις θεμελιώδεις αναλλοίωτες αρχές της. Είναι μακρόπνοη. Σταθερή. Συνυφασμένη με την ίδια την ιδεολογική υπόσταση της παρατάξεώς της.
β) Τακτική Προπαγάνδα: Προβάλλει τους εκάστοτε άμεσους στόχους. Είναι μια Προπαγάνδα ελισσόμενη, τακτικής φύσεως. Δεν στηρίζεται σε μόνιμες αρχές, αλλά απεναντίας, διακρίνεται για την απεριόριστη ευελιξία της και την διαρκή προσαρμογή της στις ολοένα μεταβαλλόμενες συνθήκες. Διαδίδει όχι «αιώνιες» ιδέες αλλά ευκαιριακά συνθήματα. Υπηρετεί όχι τον μακρινό τελικό σκοπό τον όποιο μάλιστα συχνά αποσιωπά ή κρύβει ή ακόμη και αρνείται, άλλα την εκάστοτε τρέχουσα πολιτική «γραμμή» πού προωθεί συγκεκριμένες, άμεσες, εφικτές επιδιώξεις.
Διάκριση κατά το περιεχόμενο
Με κριτήριο το περιεχόμενο των ιδεών τις οποίες διαδίδει, η Προπαγάνδα διακρίνεται σε δύο είδη: την Απλή Προπαγάνδα και την Αντιπροπαγάνδα.
α) Η απλή Προπαγάνδα: Διαδίδει τις ιδέες μιας παρατάξεως. Προσπαθεί είτε να ανανεώσει και να ενισχύσει την πίστη των οπαδών της, είτε να προσελκύσει άλλους, νέους οπαδούς σ’ αυτές τις ιδέες.
β) Η Αντιπροπαγάνδα: Αποβλέπει στην καταπολέμηση της Προπαγάνδας του αντιπάλου ο όποιος επίσης πραγματοποιεί διάδοση των ιδεών του. Σκοπός της είναι η καταπολέμηση των ιδεών που διαδίδει ό αντίπαλος. Θέλει να προφυλάξει τους οπαδούς της παρατάξεως της από τις ιδέες τού εχθρού για να τους συγκρατήσει στις δικές της. Επίσης, προσπαθεί να ματαιώσει τις ενέργειες του εχθρού προς διάσπαση των οπαδών της. Τέλος, αντιμετωπίζει και την μεταπειστική Προπαγάνδα του εχθρού προς τους ενδιάμεσους καθώς και την σταθεροποιητική προπαγάνδα προς τους δικούς του οπαδούς.
ΟΙ ΔΥΟ ΤΥΠΟΙ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ
Προπαγάνδα και Αγκιτάτσια: Αναφέραμε πολλές διακρίσεις της Προπαγάνδας που η κάθε μια τους στηρίζεται και σε διαφορετική βάση. Παίρνει δηλαδή για κριτήριο κάθε φορά ένα από τους παράγοντας της Προπαγάνδας. Πότε την πηγή, πότε το κοινό, πότε το στόχο και πότε το περιεχόμενο της. Οι κομμουνιστές όμως έκαναν μια διάκριση της Προπαγάνδας η οποία βασίζεται όχι σε ένα μόνο από τα στοιχεία της, αλλά στο σύνολο των βασικών στοιχείων που υπάρχουν σε κάθε Προπαγάνδα. Είναι μια διάκριση πιο ολοκληρωμένη και πιο επιστημονική από τις προηγούμενες. Σύμφωνα με την άποψη τους, οι κομμουνιστές, διακρίνουν την Προπαγάνδα σε δύο τύπους, σε δύο κύρια είδη.
Το πρώτο είδος το ονομάζουν «Προπαγάνδα πρώτου τύπου» ή «κυρίως Προπαγάνδα» ή απλώς Προπαγάνδα.
Το δεύτερο είδος το ονομάζουν «Προπαγάνδα δευτέρου τύπου» ή κοινώς Αγκιτάτσια (δηλ. ζύμωση, εσωτερικό βρασμό, διέγερση). Για πρώτη φορά η διάκριση αυτή έγινε από τον «ΕΒΡΑΙΟ πατέρα τού ρωσικού μαρξισμού» και δάσκαλο τού ΕΒΡΑΙΟΥ Λένιν. .. Ο ΕΒΡΑΙΟΣ.. Γ. Πλεχάνωφ. Αυτός ανέφερε ότι υπάρχει η Προπαγάνδα, η οποία διαδίδει ένα σύνολο ιδεών, δηλ. πολλές ιδέες σε ένα ή σε λίγα άτομα και η Αγκιτάτσια που κάνει διάδοση μιας μόνον ιδέας σε πολλά άτομα, σε πλήθος. Ο Λένιν υιοθέτησε την διάκριση και την τελειοποίησε προσθέτοντας ότι στην πρώτη περίπτωση, στην Προπαγάνδα, χρησιμοποιείται κυρίως ο γραπτός λόγος ενώ στην δεύτερη, στην Αγκιτάτσια, χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσον ο προφορικός λόγος. Σήμερα η Ψυχοπολιτική έχει ολοκληρώσει ακόμη περισσότερο αυτήν την διάκριση.
Η κυρίως Προπαγάνδα: Προπαγάνδα πρώτου τύπου ή κυρίως Προπαγάνδα, είναι η διάδοση ενός συνόλου ιδεών, με σκοπό τον ιδεολογικό προσηλυτισμό. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κοινό είναι συνήθως το άτομο και κατ’ αρχήν, το κάπως μορφωμένο άτομο, γιατί αυτό ενδιαφέρεται για ιδεολογίες. Στόχος είναι το λογικό του ατόμου. Η Προπαγάνδα του ιδεολογικού προσηλυτισμού προσπαθεί να πείσει το άτομο να προσχώρησει στις ιδέες της. Μέθοδός της είναι η πειθώ. Και φυσικά, το μέσο που μεταχειρίζεται σ’ αυτήν την μέθοδο, είναι το επιχείρημα.
Η Αγκιτάτσια: Αντίθετα, στην περίπτωση της Αγκιτάτσιας, (ή Προπαγάνδας δευτέρου τύπου) σκοπός δεν είναι ο ιδεολογικός προσηλυτισμός, αλλά η κινητοποίηση ενός πλήθους ανθρώπων για άμεσους πρακτικούς σκοπούς. Σκοπός δεν είναι να προσχωρήσουν σε ένα σύστημα ιδεών, αλλά να ωθηθούν στην ανάπτυξη μιας πρακτικής δράσεως. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το κοινό δεν είναι πια το άτομο άλλα η μάζα. Στόχος συνεπώς, δεν μπορεί να είναι το λογικό αλλά το συναίσθημα, οι παρορμήσεις και τα ένστικτα της Μάζας. Επομένως, σαν μέθοδος δεν χρησιμοποιείται η πειθώ, αλλά η υποβολή. Και φυσικά, το μέσο που χρησιμοποιείται σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν είναι το λογικό επιχείρημα, αλλά το αναπόδεικτο άξίωμα, το σύνθημα, η κοφτή, επιτακτική, επιγραμματική, παρορμητική φράση.
Η χρήση των δυο «τύπων»
Ο πρώτος τύπος Προπαγάνδας, είναι εκείνο που συνήθως λέμε «πολιτική μόρφωσης» ή κατάρτισης. Είναι η πιο συνηθισμένη μορφή Προπαγάνδας στις δημοκρατικές χώρες. Αυτή που διεξάγεται από τα βιβλία, στις ελεύθερες σοβαρές συζητήσεις και στις σχετικά ήρεμες πολιτικές συγκεντρώσεις που οργανώνουν τα δημοκρατικά κόμματα για να αναπτύξουν λ.χ. το εκλογικό τους πρόγραμμα ή το ιδεολογικό τους «πιστεύω». Οι κομμουνιστές, χρησιμοποιούν και αυτό το είδος της Προπαγάνδας, κυρίως για να κατακτήσουν τους διανοουμένους, τους φοιτητές και άλλες χρήσιμες προσωπικότητες. Επίσης, για να καταρτίσουν τα πιστά στο κίνημα στελέχη τους, ώστε να προσχωρήσουν στην κομμουνιστική ιδεολογία ενσυνείδητα και να γίνουν οι προπαγανδιστές της.
Κυρίως όμως οι κομμουνιστές, χρησιμοποιούν τον δεύτερο τύπο της Προπαγάνδας, την Αγκιτάτσια, που είναι σχετικώς σπάνια στα δημοκρατικά κινήματα. Τα Κ.Κ. έχουν για σκοπό τους την βίαιη ανατροπή ενός καθεστώτος και την επιβολή ενός άλλου, με την εξόντωση των αντιπάλων τους. Για την πραγματοποίηση αυτών των επιδιώξεων τους, εκείνο που τους χρειάζεται είναι οι μάζες και όχι τα άτομα. Οι μάζες όμως όπως ήδη αναπτύξαμε, διέπονται από τις συγκινήσεις και όχι από το λογικό.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο και συνήθως μάταιο να ακολουθηθεί γι’ αυτές η διαδικασία της πειθούς. Ενώ είναι εύκολο να τις κινήσει κανείς, απευθυνόμενος στα συναισθήματα και στα ένστικτά τους. Ένας πεπειραμένος «ά γ κ ι τ ά τ ο ρ α ς» (δημαγωγός, δημεγέρτης) μπορεί τα ένστικτα των μαζών να τα φέρει στην επιφάνεια. Μπορεί δηλ. να φέρει στην επιφάνεια κρυμμένες βιολογικές δυνάμεις και να τις εκμεταλλευθεί για τους σκοπούς του. Ο αγκιτάτορας, εξαπολύει τις καταστρεπτικές τάσεις που περικλείονται στο ανθρώπινο υποσυνείδητο και τις χρησιμοποιεί όπως ακριβώς ένας ειδικός χρησιμοποιεί τις εκρηκτικές ύλες.
Η κομμουνιστική Αγκιτάτσια: Ο Μ ά ρ ξ που έγραφε ογκώδη έργα όπου εξέθετε τις ιδέες του έκανε Προπαγάνδα πρώτου τύπου. Το ίδιο και ο Εγκελς. Γενικά οι ηγέτες της Α’ και της Β’ Διεθνούς έκαναν Προπαγάνδα πρώτου τύπου. Αντίθετα, ο Λένιν και ο Τρότσκι, που φλόγιζαν τις μάζες των εργατών και των μουζίκων της Ρωσίας και τις ξεσήκωναν με το όραμα μιας καλύτερης ζωής, έκαναν Αγκιτάτσια. Ο Μαρξ και ο Έγκελς προσπαθούσαν να διαδώσουν μια ιδεολογία. Ο Λένιν και ο Τρότσκι προσπαθούσαν να πάρουν την εξουσία κάνοντας την επανάσταση.
Οι σοσιαλδημοκράτες, διάδοχοι του Μαρξ, διέδιδαν συστηματικά τις ιδέες τους και εμπλούτισαν την τεχνική της (κυρίως) Προπαγάνδας. Ο Λένιν όμως, ήθελε τις μάζες που ευρίσκοντο κάτω από την επιρροή ενός ειρηνικού σοσιαλισμού να τις δυναμικοποιήσει. Δεν ήθελε την Προπαγάνδα σαν μέσο για την διάδοση ιδεών, αλλά σαν όπλο της επαναστάσεως. Έτσι, μετέτρεψε την Προπαγάνδα σε Αγκιτάτσια. Γι΄αυτό, στην προπαγανδιστική δραστηριότητα των μπολσεβίκων υπερέχει η παραστατική εικόνα αντί για τη σκέψη, το βίαιο αίσθημα αντί για το επιχείρημα, η δυνατή συγκίνηση αντί για το λογικό.
Η κυρίως Προπαγάνδα: Προπαγάνδα πρώτου τύπου ή κυρίως Προπαγάνδα, είναι η διάδοση ενός συνόλου ιδεών, με σκοπό τον ιδεολογικό προσηλυτισμό. Σε μια τέτοια περίπτωση, το κοινό είναι συνήθως το άτομο και κατ’ αρχήν, το κάπως μορφωμένο άτομο, γιατί αυτό ενδιαφέρεται για ιδεολογίες. Στόχος είναι το λογικό του ατόμου. Η Προπαγάνδα του ιδεολογικού προσηλυτισμού προσπαθεί να πείσει το άτομο να προσχώρησει στις ιδέες της. Μέθοδός της είναι η πειθώ. Και φυσικά, το μέσο που μεταχειρίζεται σ’ αυτήν την μέθοδο, είναι το επιχείρημα.
Η Αγκιτάτσια: Αντίθετα, στην περίπτωση της Αγκιτάτσιας, (ή Προπαγάνδας δευτέρου τύπου) σκοπός δεν είναι ο ιδεολογικός προσηλυτισμός, αλλά η κινητοποίηση ενός πλήθους ανθρώπων για άμεσους πρακτικούς σκοπούς. Σκοπός δεν είναι να προσχωρήσουν σε ένα σύστημα ιδεών, αλλά να ωθηθούν στην ανάπτυξη μιας πρακτικής δράσεως. Σ’ αυτήν την περίπτωση, το κοινό δεν είναι πια το άτομο άλλα η μάζα. Στόχος συνεπώς, δεν μπορεί να είναι το λογικό αλλά το συναίσθημα, οι παρορμήσεις και τα ένστικτα της Μάζας. Επομένως, σαν μέθοδος δεν χρησιμοποιείται η πειθώ, αλλά η υποβολή. Και φυσικά, το μέσο που χρησιμοποιείται σ’ αυτήν την περίπτωση, δεν είναι το λογικό επιχείρημα, αλλά το αναπόδεικτο άξίωμα, το σύνθημα, η κοφτή, επιτακτική, επιγραμματική, παρορμητική φράση.
Η χρήση των δυο «τύπων»
Ο πρώτος τύπος Προπαγάνδας, είναι εκείνο που συνήθως λέμε «πολιτική μόρφωσης» ή κατάρτισης. Είναι η πιο συνηθισμένη μορφή Προπαγάνδας στις δημοκρατικές χώρες. Αυτή που διεξάγεται από τα βιβλία, στις ελεύθερες σοβαρές συζητήσεις και στις σχετικά ήρεμες πολιτικές συγκεντρώσεις που οργανώνουν τα δημοκρατικά κόμματα για να αναπτύξουν λ.χ. το εκλογικό τους πρόγραμμα ή το ιδεολογικό τους «πιστεύω». Οι κομμουνιστές, χρησιμοποιούν και αυτό το είδος της Προπαγάνδας, κυρίως για να κατακτήσουν τους διανοουμένους, τους φοιτητές και άλλες χρήσιμες προσωπικότητες. Επίσης, για να καταρτίσουν τα πιστά στο κίνημα στελέχη τους, ώστε να προσχωρήσουν στην κομμουνιστική ιδεολογία ενσυνείδητα και να γίνουν οι προπαγανδιστές της.
Κυρίως όμως οι κομμουνιστές, χρησιμοποιούν τον δεύτερο τύπο της Προπαγάνδας, την Αγκιτάτσια, που είναι σχετικώς σπάνια στα δημοκρατικά κινήματα. Τα Κ.Κ. έχουν για σκοπό τους την βίαιη ανατροπή ενός καθεστώτος και την επιβολή ενός άλλου, με την εξόντωση των αντιπάλων τους. Για την πραγματοποίηση αυτών των επιδιώξεων τους, εκείνο που τους χρειάζεται είναι οι μάζες και όχι τα άτομα. Οι μάζες όμως όπως ήδη αναπτύξαμε, διέπονται από τις συγκινήσεις και όχι από το λογικό.
Είναι πάρα πολύ δύσκολο και συνήθως μάταιο να ακολουθηθεί γι’ αυτές η διαδικασία της πειθούς. Ενώ είναι εύκολο να τις κινήσει κανείς, απευθυνόμενος στα συναισθήματα και στα ένστικτά τους. Ένας πεπειραμένος «ά γ κ ι τ ά τ ο ρ α ς» (δημαγωγός, δημεγέρτης) μπορεί τα ένστικτα των μαζών να τα φέρει στην επιφάνεια. Μπορεί δηλ. να φέρει στην επιφάνεια κρυμμένες βιολογικές δυνάμεις και να τις εκμεταλλευθεί για τους σκοπούς του. Ο αγκιτάτορας, εξαπολύει τις καταστρεπτικές τάσεις που περικλείονται στο ανθρώπινο υποσυνείδητο και τις χρησιμοποιεί όπως ακριβώς ένας ειδικός χρησιμοποιεί τις εκρηκτικές ύλες.
Η κομμουνιστική Αγκιτάτσια: Ο Μ ά ρ ξ που έγραφε ογκώδη έργα όπου εξέθετε τις ιδέες του έκανε Προπαγάνδα πρώτου τύπου. Το ίδιο και ο Εγκελς. Γενικά οι ηγέτες της Α’ και της Β’ Διεθνούς έκαναν Προπαγάνδα πρώτου τύπου. Αντίθετα, ο Λένιν και ο Τρότσκι, που φλόγιζαν τις μάζες των εργατών και των μουζίκων της Ρωσίας και τις ξεσήκωναν με το όραμα μιας καλύτερης ζωής, έκαναν Αγκιτάτσια. Ο Μαρξ και ο Έγκελς προσπαθούσαν να διαδώσουν μια ιδεολογία. Ο Λένιν και ο Τρότσκι προσπαθούσαν να πάρουν την εξουσία κάνοντας την επανάσταση.
Οι σοσιαλδημοκράτες, διάδοχοι του Μαρξ, διέδιδαν συστηματικά τις ιδέες τους και εμπλούτισαν την τεχνική της (κυρίως) Προπαγάνδας. Ο Λένιν όμως, ήθελε τις μάζες που ευρίσκοντο κάτω από την επιρροή ενός ειρηνικού σοσιαλισμού να τις δυναμικοποιήσει. Δεν ήθελε την Προπαγάνδα σαν μέσο για την διάδοση ιδεών, αλλά σαν όπλο της επαναστάσεως. Έτσι, μετέτρεψε την Προπαγάνδα σε Αγκιτάτσια. Γι΄αυτό, στην προπαγανδιστική δραστηριότητα των μπολσεβίκων υπερέχει η παραστατική εικόνα αντί για τη σκέψη, το βίαιο αίσθημα αντί για το επιχείρημα, η δυνατή συγκίνηση αντί για το λογικό.
Πολύ χαρακτηριστικά, ο Μ. Γκόρκυ, έγραφε στην εφημερίδα του «Νόβαγια Ζίζν» στις 23 Νοεμβρίου 1917:
«Ο Λένιν, δεν ξέρει τις λαϊκές μάζες. Δεν έζησε μαζί τους. Έμαθε όμως από τα βιβλία, πώς μπορεί να αφηνιάζει αυτές τις μάζες και να αποχαλινώνει τα ένστικτα τους. Για τους λενινιστές, η εργατική τάξις είναι ότι το μέταλλο για τούς μεταλλουργούς. Ο Λένιν δουλεύει όπως ένας χημικός στο εργαστήριο του. Με την διαφορά ότι αντί για άψυχη ύλη, χρησιμοποιεί ζωές. Και αντί να παράγει πράγματα χρήσιμα για την ζωή, την οδηγεί προς την καταστροφή της».
Και ο Ζ. Μονερώ, γράφει σχετικά:
«οι καταστρεπτικές δυνάμεις που περικλείονται μέσα στα αισθήματα και στα συναισθήματα των ανθρώπων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ειδικούς που θα τα χειρισθούν όπως ακριβώς χρησιμοποιούνται τα καθαρώς υλικά εκρηκτικά».
Ο κομμουνισμός, σε σχέση με τις προηγούμενες Προπαγάνδες και ιδίως σε σχέση με την Προπαγάνδα της Α’ και της Β’ Διεθνούς, έφερε μια ριζική αλλαγή στα μέσα διαδόσεως των ιδεών. Ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούντο το βιβλίο, η διάλεξη, η μελέτη, η συζήτηση και οι καλές τέχνες, ο κομμουνισμός άρχισε να χρησιμοποιεί σε μεγάλη κλίμακα προ πάντων την εφημερίδα, το φυλλάδιο (μπροσούρα) την προκήρυξη και το σύνθημα.
Ο Ζ. Ντομενάκ παρατηρεί:
«Ο Λένιν, δεν ξέρει τις λαϊκές μάζες. Δεν έζησε μαζί τους. Έμαθε όμως από τα βιβλία, πώς μπορεί να αφηνιάζει αυτές τις μάζες και να αποχαλινώνει τα ένστικτα τους. Για τους λενινιστές, η εργατική τάξις είναι ότι το μέταλλο για τούς μεταλλουργούς. Ο Λένιν δουλεύει όπως ένας χημικός στο εργαστήριο του. Με την διαφορά ότι αντί για άψυχη ύλη, χρησιμοποιεί ζωές. Και αντί να παράγει πράγματα χρήσιμα για την ζωή, την οδηγεί προς την καταστροφή της».
Και ο Ζ. Μονερώ, γράφει σχετικά:
«οι καταστρεπτικές δυνάμεις που περικλείονται μέσα στα αισθήματα και στα συναισθήματα των ανθρώπων, μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ειδικούς που θα τα χειρισθούν όπως ακριβώς χρησιμοποιούνται τα καθαρώς υλικά εκρηκτικά».
Ο κομμουνισμός, σε σχέση με τις προηγούμενες Προπαγάνδες και ιδίως σε σχέση με την Προπαγάνδα της Α’ και της Β’ Διεθνούς, έφερε μια ριζική αλλαγή στα μέσα διαδόσεως των ιδεών. Ενώ παλαιότερα χρησιμοποιούντο το βιβλίο, η διάλεξη, η μελέτη, η συζήτηση και οι καλές τέχνες, ο κομμουνισμός άρχισε να χρησιμοποιεί σε μεγάλη κλίμακα προ πάντων την εφημερίδα, το φυλλάδιο (μπροσούρα) την προκήρυξη και το σύνθημα.
Ο Ζ. Ντομενάκ παρατηρεί:
«Η Προπαγάνδα του μπολσεβίκικου τύπου μπορεί να αναχθεί σε δύο βασικά εκφραστικά μέσα: Την πολιτική αποκάλυψη (καταγγελία) και το σύνθημα». Ο φασισμός χρησιμοποίησε και αυτός σαν βασική προπαγανδιστική του μέθοδο, την Αγκιτάτσια. Ο Χίτλερ, υπήρξε ταυτόχρονα και προπαγανδιστής και αγκιτάτορας. Ήξερε να συνδυάζει και τους δύο τύπους της Προπαγάνδας. Πάντως μέσα του υπερείχε ο αγκιτάτορας. Αντίθετα, ο Μουσολίνι υπήρξε σχεδόν πάντοτε ένας αγκιτάτορας χωρίς να μπορέσει να ξεπεράσει αυτό το επίπεδο και να φθάσει σ’ εκείνο του προπαγανδιστού.
Εφαρμογή των δύο τύπων:
Εφαρμογή των δύο τύπων:
Για να γίνει πιο κατανοητή η διάκριση ανάμεσα στους δύο τύπους Προπαγάνδας ας πάρουμε ένα παράδειγμα. Έχουμε ένα γεγονός το όποιο προσφέρεται για προπαγανδιστική εκμετάλλευση λ.χ. την εξαπόλυση ενός νέου σοβιετικού πυραύλου. Ο κομμουνισμός, ασφαλώς θα το χρησιμοποιήσει για να κάνη Προπαγάνδα και πρώτου και δευτέρου τύπου.
Στην πρώτη περίπτωση, ο προπαγανδιστής, θα χρησιμοποιήσει την σοβιετική επιτυχία για να προσηλύτιση ιδεολογικώς τον συνομιλητή του να τον κάνει δηλαδή κομμουνιστή. Ξεκινώντας από το γεγονός, θα φέρει διάφορα επιχειρήματα για να «απόδειξη» ότι αυτό, εκφράζει την συνολική «υπεροχή» της σοβιετικής έναντι της δυτικής επιστήμης και τεχνολογίας. Αλλά, θα προσθέσει, μια κοινωνία που διαθέτει ανώτερη επιστήμη, ανώτερη τεχνολογία και μεγαλύτερες δυνατότητες επιτεύξεως μεγαλόπνοων σχεδίων και επιδιώξεων, είναι ανώτερη από τις άλλες. Και με βάση τέτοιους συλλογισμούς θα προχωρήσει για να «αποδείξει» την κατ’ αυτόν «ανωτερότητα» του κομμουνιστικού κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού συστήματος, έναντι τού δυτικού. Θα φέρει διάφορα επιχειρήματα, ώστε να πείσει το λογικό του συνομιλητή του ότι ο κομμουνισμός είναι καλύτερος από την δημοκρατία και έτσι να τον προσελκύσει ιδεολογικώς προς την κομμουνιστική ιδέα.
Στην δεύτερη περίπτωση, ο αγκιτάτορας, θα ξεκινήσει από το ίδιο γεγονός, όχι για να κάνει και άλλους κομμουνιστές, άλλα για να κινητοποιήσει έμπρακτα ορισμένο κόσμο με σκοπό την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων, άμεσων επιδιώξεων του κόμματος. Μια τέτοια επιδίωξη λ.χ. στην Ελλάδα, είναι να ματαιωθεί η εγκατάστασης πυραυλικών βάσεων. Ο αγκιτάτορας, λοιπόν, θα ισχυρισθεί, ότι η ρωσική επιτυχία αποδεικνύει την «τρομακτική ισχύ» της Σοβιετικής Ενώσεως, την οποία θα παρουσιάσει με έντονα εντυπωσιακά χρώματα.
Θα προσπαθήσει έτσι να αφυπνίσει το ένστικτο αυτοσυντηρήσεως των μαζών και να τους υποβάλει την ιδέα ότι κάθε εναντίωση προς την Ρωσία και ιδίως μία «πρόκληση» όπως η εγκατάσταση πυραυλικών βάσεων, θα έχει σαν συνέπεια να επισύρει συντριπτικά αντίποινα από μέρους της, με αποτέλεσμα να εκμηδένισθεί η χώρα και να εξοντωθούν όλοι οι κάτοικοι της. Συνεπώς, θα πει, αν θέλουμε να σωθούμε, όλοι μας, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί, πρέπει να εμποδίσουμε την άφιξη πυραύλων στον τόπο μας. «Σηκωθείτε! Φωνάξτε! Υπογράψτε εκκλήσεις! Εγκρίνατε ψηφίσματα! Πιέστε τους βουλευτάς, ώστε με κανένα τρόπο να μην έρθουν εδώ οι πύραυλοι! Γιατί, τότε πάει «χαθήκαμε όλοι μας!».
Είναι σαφής η διαφορά σκοπού, κοινού, στόχου, μέσων και αποτελεσμάτων στις δύο περιπτώσεις. Και τούτο, παρ΄ όλο πού και οι δύο τύποι Προπαγάνδας ξεκινούν από το ίδιο γεγονός και αυτό εκμεταλλεύονται. Στην πρώτη περίπτωση, για να δημιουργήσουν νέους κομμουνιστές. Στην δεύτερη, για να ξεσηκώσουν ορισμένες μάζες κομμουνιστικές ή μη, αδιάφορο, για συγκεκριμένους πρακτικούς σκοπούς του κόμματος.
Η Προπαγάνδα, είναι μια μάχη ιδεών. Η Αγκιτάτσια μια μάχη συναισθημάτων.
Στο παράδειγμά μας, ο αγκιτάτορας προχώρησε σε δύο στάδια προς την διέγερση και εκμετάλλευση του ένστικτου αυτοσυντηρήσεως. Στο πρώτο στάδιο, προκάλεσε τον τρόμο. Στο δεύτερο, υπέδειξε μια διέξοδο σωτηρίας δια της κινητοποιήσεως.
Στην Προπαγάνδα, η πορεία είναι: Πρόκληση αμφιβολίας – Απόρριψης παλαιών ιδεών – Γνωριμία με τις νέες ιδέες – Προσχώρηση στις νέες ιδέες.
Στην Αγκιτάτσια, η πορεία είναι: Πρόκληση δυσφορίας – Μετατροπή της σε Δυσαρέσκεια – «Ανέβασμά» της σε Αγανάκτηση – Αξιοποίηση της δια του μετασχηματισμού της σε Οργή.
Στο σχεδιάγραμμα που ακολουθεί, δίνουμε μια πλήρη συνοπτική εικόνα της διακρίσεως της Προπαγάνδας στους δύο τύπους της :
Συνδυασμός των δύο τύπων: Οι δύο τύποι της Προπαγάνδας πού εξετάσαμε, δεν χωρίζονται μεταξύ τους με σινικά τείχη. Δεν είναι δύο διαδικασίες απόλυτα διαφορετικές, χωρισμένες μεταξύ τους με στεγανά τοιχώματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις εφαρμόζονται ταυτόχρονα. Η Προπαγάνδα πού συναντούμε στην καθημερινή ζωή, είναι συνήθως, ένας συνδυασμός κυρίως Προπαγάνδας και Αγκιτάτσιας. Είναι ένας ενδιάμεσος, μικτός τύπος που προέρχεται από την σύνθεση των δύο «καθαρών» τύπων Προπαγάνδας.
Η Προπαγάνδα πρώτου τύπου, δηλαδή η προσπάθεια προσέλκυσης σε ένα σύνολο ιδεών, πολλές φορές δεν απευθύνεται μόνο στο λογικό και δεν φέρνει μόνον επιχειρήματα, αλλά προσπαθεί επίσης να μιλήσει και στην καρδιά τού κοινού της, να το συγκινήσει. Εκτός από το λογικό απευθύνεται και στον ανθρωπισμό του, στο ένστικτο αυτοσυντηρήσεως του, στον ψυχικό του κόσμο. Χρησιμοποιεί δηλαδή και μέσα του δευτέρου τύπου της Προπαγάνδας, μέσα Αγκιτάτσιας.
Και το αντίστροφο. Η Αγκιτάτσια δεν χρησιμοποιεί παντού και πάντοτε αποκλειστικά το αξίωμα. Πολλές φορές φέρνει και ένα επιχείρημα, κάνει και ένα συλλογισμό, στρέφεται και προς το λογικό. Δεν πρόκειται λοιπόν στην πράξη να συναντήσουμε απολύτως «καθαρούς» τούς δύο τύπους της Προπαγάνδας. Οι δύο τύποι συνεχώς συνδυάζονται και εφαρμόζονται ταυτοχρόνως. Από την ικανότητα, την πείρα και το ταλέντο τού προπαγανδιστή εξαρτάται να κρίνει σε κάθε περίπτωση ποιόν από τούς δύο θα εφαρμόσει περισσότερο, με βάση το κοινό προς το όποιο απευθύνεται και τις συνθήκες κάτω από τις όποιες διεξάγει την συγκεκριμένη Προπαγάνδα του.
Κοινότης αποτελέσματος: Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η Αγκιτάτσια, επειδή αποβλέπει την κινητοποίηση μαζών για πρακτικούς σκοπούς, είναι αδιάφορη για ό,τι άφορα την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Η συνεχής κινητοποίηση ορισμένων μαζών από το ίδιο πάντοτε κόμμα, στο τέλος, με την συνεχή επαφή και την διαρκή επανάληψη οδηγεί τις μάζες και ιδεολογικά σ” αυτό. Καταλήγει δηλαδή η Αγκιτάτσια τελικά και στον ιδεολογικό προσηλυτισμό των μαζών.
Οι άνθρωποι που θα επακολουθήσουν το Κ.Κ. σήμερα σε μια απεργία, αύριο σε μιά εκδήλωση κατά των πυραυλικών βάσεων, μεθαύριο σε μια εκστρατεία για την αμνηστία, την άλλη μέρα σε ένα αγώνα για την αύξηση των μισθών, μετά σε μια «πορεία ειρήνης», σιγά – σιγά θα αφομοιωθούν από αυτό, θα γίνουν και ενσυνειδήτως – ιδεολογικώς οπαδοί του. Άμεσος σκοπός λοιπόν της Αγκιτάτσιας είναι η κινητοποίηση για πρακτικούς σκοπούς. Αλλά, διά μέσου αυτής της κινητοποιήσεως, επαναλαμβανομένης συνεχώς, οδηγεί βαθμιαία και στον ιδεολογικό προσηλυτισμό των κινητοποιούμενων μαζών.
Και αντίστροφα. Η κυρίως Προπαγάνδα, με το να προσηλυτίζει ιδεολογικώς ορισμένα άτομα, τελικώς τα οδηγεί και στην πρακτική δράσι υπέρ αυτής της «ιδεολογίας». Γιατί ασφαλώς, όποιος προσχώρησει σε μία Ιδέα, υποτίθεται ότι θα εργασθεί και πρακτικώς γι’ αυτήν. Έτσι, και οι δύο τύποι Προπαγάνδας, από διαφορετικούς δρόμους, οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Υπάρχει ταυτότις αποτελέσματος Προπαγάνδας και Αγκιτάτσιας.
Αναφέραμε ήδη ότι δεν υπάρχει ανάμεσα στους δύο τύπους Προπαγάνδας απόλυτος διαχωρισμός. Αυτό ισχύει και για όλους τούς κανόνες της προπαγανδιστικής τεχνικής. Ποτέ στην Προπαγάνδα η ισχύς ενός κανόνος δεν είναι απόλυτη. Και ποτέ, ένας κανόνας, δεν πρέπει να λαμβάνεται μεμονωμένος, ανεξάρτητα από τούς άλλους. Ανάμεσα στους κανόνες πού συνθέτουν αυτό πού λέμε «επιστημονική τεχνική της διαδόσεως ιδεών», υπάρχει συνεχής αλληλεξάρτηση. Ο συνδυασμός τους είναι απόλυτη ανάγκη.
Το ποιός κανόνας θα εφαρμοστεί λιγότερο ή περισσότερο, ποιός τώρα και ποιός υστέρα, ποιός σήμερα και ποιός αύριο ή ποιός στην αρχή και ποιός στο τέλος, αυτό καθορίζεται κάθε φορά από τον προπαγανδιστή.
Στην πρώτη περίπτωση, ο προπαγανδιστής, θα χρησιμοποιήσει την σοβιετική επιτυχία για να προσηλύτιση ιδεολογικώς τον συνομιλητή του να τον κάνει δηλαδή κομμουνιστή. Ξεκινώντας από το γεγονός, θα φέρει διάφορα επιχειρήματα για να «απόδειξη» ότι αυτό, εκφράζει την συνολική «υπεροχή» της σοβιετικής έναντι της δυτικής επιστήμης και τεχνολογίας. Αλλά, θα προσθέσει, μια κοινωνία που διαθέτει ανώτερη επιστήμη, ανώτερη τεχνολογία και μεγαλύτερες δυνατότητες επιτεύξεως μεγαλόπνοων σχεδίων και επιδιώξεων, είναι ανώτερη από τις άλλες. Και με βάση τέτοιους συλλογισμούς θα προχωρήσει για να «αποδείξει» την κατ’ αυτόν «ανωτερότητα» του κομμουνιστικού κοινωνικοπολιτικού και οικονομικού συστήματος, έναντι τού δυτικού. Θα φέρει διάφορα επιχειρήματα, ώστε να πείσει το λογικό του συνομιλητή του ότι ο κομμουνισμός είναι καλύτερος από την δημοκρατία και έτσι να τον προσελκύσει ιδεολογικώς προς την κομμουνιστική ιδέα.
Στην δεύτερη περίπτωση, ο αγκιτάτορας, θα ξεκινήσει από το ίδιο γεγονός, όχι για να κάνει και άλλους κομμουνιστές, άλλα για να κινητοποιήσει έμπρακτα ορισμένο κόσμο με σκοπό την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων, άμεσων επιδιώξεων του κόμματος. Μια τέτοια επιδίωξη λ.χ. στην Ελλάδα, είναι να ματαιωθεί η εγκατάστασης πυραυλικών βάσεων. Ο αγκιτάτορας, λοιπόν, θα ισχυρισθεί, ότι η ρωσική επιτυχία αποδεικνύει την «τρομακτική ισχύ» της Σοβιετικής Ενώσεως, την οποία θα παρουσιάσει με έντονα εντυπωσιακά χρώματα.
Θα προσπαθήσει έτσι να αφυπνίσει το ένστικτο αυτοσυντηρήσεως των μαζών και να τους υποβάλει την ιδέα ότι κάθε εναντίωση προς την Ρωσία και ιδίως μία «πρόκληση» όπως η εγκατάσταση πυραυλικών βάσεων, θα έχει σαν συνέπεια να επισύρει συντριπτικά αντίποινα από μέρους της, με αποτέλεσμα να εκμηδένισθεί η χώρα και να εξοντωθούν όλοι οι κάτοικοι της. Συνεπώς, θα πει, αν θέλουμε να σωθούμε, όλοι μας, αριστεροί, κεντρώοι και δεξιοί, πρέπει να εμποδίσουμε την άφιξη πυραύλων στον τόπο μας. «Σηκωθείτε! Φωνάξτε! Υπογράψτε εκκλήσεις! Εγκρίνατε ψηφίσματα! Πιέστε τους βουλευτάς, ώστε με κανένα τρόπο να μην έρθουν εδώ οι πύραυλοι! Γιατί, τότε πάει «χαθήκαμε όλοι μας!».
Είναι σαφής η διαφορά σκοπού, κοινού, στόχου, μέσων και αποτελεσμάτων στις δύο περιπτώσεις. Και τούτο, παρ΄ όλο πού και οι δύο τύποι Προπαγάνδας ξεκινούν από το ίδιο γεγονός και αυτό εκμεταλλεύονται. Στην πρώτη περίπτωση, για να δημιουργήσουν νέους κομμουνιστές. Στην δεύτερη, για να ξεσηκώσουν ορισμένες μάζες κομμουνιστικές ή μη, αδιάφορο, για συγκεκριμένους πρακτικούς σκοπούς του κόμματος.
Η Προπαγάνδα, είναι μια μάχη ιδεών. Η Αγκιτάτσια μια μάχη συναισθημάτων.
Στο παράδειγμά μας, ο αγκιτάτορας προχώρησε σε δύο στάδια προς την διέγερση και εκμετάλλευση του ένστικτου αυτοσυντηρήσεως. Στο πρώτο στάδιο, προκάλεσε τον τρόμο. Στο δεύτερο, υπέδειξε μια διέξοδο σωτηρίας δια της κινητοποιήσεως.
Στην Προπαγάνδα, η πορεία είναι: Πρόκληση αμφιβολίας – Απόρριψης παλαιών ιδεών – Γνωριμία με τις νέες ιδέες – Προσχώρηση στις νέες ιδέες.
Στην Αγκιτάτσια, η πορεία είναι: Πρόκληση δυσφορίας – Μετατροπή της σε Δυσαρέσκεια – «Ανέβασμά» της σε Αγανάκτηση – Αξιοποίηση της δια του μετασχηματισμού της σε Οργή.
Στο σχεδιάγραμμα που ακολουθεί, δίνουμε μια πλήρη συνοπτική εικόνα της διακρίσεως της Προπαγάνδας στους δύο τύπους της :
Συνδυασμός των δύο τύπων: Οι δύο τύποι της Προπαγάνδας πού εξετάσαμε, δεν χωρίζονται μεταξύ τους με σινικά τείχη. Δεν είναι δύο διαδικασίες απόλυτα διαφορετικές, χωρισμένες μεταξύ τους με στεγανά τοιχώματα. Στις περισσότερες περιπτώσεις εφαρμόζονται ταυτόχρονα. Η Προπαγάνδα πού συναντούμε στην καθημερινή ζωή, είναι συνήθως, ένας συνδυασμός κυρίως Προπαγάνδας και Αγκιτάτσιας. Είναι ένας ενδιάμεσος, μικτός τύπος που προέρχεται από την σύνθεση των δύο «καθαρών» τύπων Προπαγάνδας.
Η Προπαγάνδα πρώτου τύπου, δηλαδή η προσπάθεια προσέλκυσης σε ένα σύνολο ιδεών, πολλές φορές δεν απευθύνεται μόνο στο λογικό και δεν φέρνει μόνον επιχειρήματα, αλλά προσπαθεί επίσης να μιλήσει και στην καρδιά τού κοινού της, να το συγκινήσει. Εκτός από το λογικό απευθύνεται και στον ανθρωπισμό του, στο ένστικτο αυτοσυντηρήσεως του, στον ψυχικό του κόσμο. Χρησιμοποιεί δηλαδή και μέσα του δευτέρου τύπου της Προπαγάνδας, μέσα Αγκιτάτσιας.
Και το αντίστροφο. Η Αγκιτάτσια δεν χρησιμοποιεί παντού και πάντοτε αποκλειστικά το αξίωμα. Πολλές φορές φέρνει και ένα επιχείρημα, κάνει και ένα συλλογισμό, στρέφεται και προς το λογικό. Δεν πρόκειται λοιπόν στην πράξη να συναντήσουμε απολύτως «καθαρούς» τούς δύο τύπους της Προπαγάνδας. Οι δύο τύποι συνεχώς συνδυάζονται και εφαρμόζονται ταυτοχρόνως. Από την ικανότητα, την πείρα και το ταλέντο τού προπαγανδιστή εξαρτάται να κρίνει σε κάθε περίπτωση ποιόν από τούς δύο θα εφαρμόσει περισσότερο, με βάση το κοινό προς το όποιο απευθύνεται και τις συνθήκες κάτω από τις όποιες διεξάγει την συγκεκριμένη Προπαγάνδα του.
Κοινότης αποτελέσματος: Δεν πρέπει να νομίζουμε ότι η Αγκιτάτσια, επειδή αποβλέπει την κινητοποίηση μαζών για πρακτικούς σκοπούς, είναι αδιάφορη για ό,τι άφορα την ιδεολογική τους τοποθέτηση. Η συνεχής κινητοποίηση ορισμένων μαζών από το ίδιο πάντοτε κόμμα, στο τέλος, με την συνεχή επαφή και την διαρκή επανάληψη οδηγεί τις μάζες και ιδεολογικά σ” αυτό. Καταλήγει δηλαδή η Αγκιτάτσια τελικά και στον ιδεολογικό προσηλυτισμό των μαζών.
Οι άνθρωποι που θα επακολουθήσουν το Κ.Κ. σήμερα σε μια απεργία, αύριο σε μιά εκδήλωση κατά των πυραυλικών βάσεων, μεθαύριο σε μια εκστρατεία για την αμνηστία, την άλλη μέρα σε ένα αγώνα για την αύξηση των μισθών, μετά σε μια «πορεία ειρήνης», σιγά – σιγά θα αφομοιωθούν από αυτό, θα γίνουν και ενσυνειδήτως – ιδεολογικώς οπαδοί του. Άμεσος σκοπός λοιπόν της Αγκιτάτσιας είναι η κινητοποίηση για πρακτικούς σκοπούς. Αλλά, διά μέσου αυτής της κινητοποιήσεως, επαναλαμβανομένης συνεχώς, οδηγεί βαθμιαία και στον ιδεολογικό προσηλυτισμό των κινητοποιούμενων μαζών.
Και αντίστροφα. Η κυρίως Προπαγάνδα, με το να προσηλυτίζει ιδεολογικώς ορισμένα άτομα, τελικώς τα οδηγεί και στην πρακτική δράσι υπέρ αυτής της «ιδεολογίας». Γιατί ασφαλώς, όποιος προσχώρησει σε μία Ιδέα, υποτίθεται ότι θα εργασθεί και πρακτικώς γι’ αυτήν. Έτσι, και οι δύο τύποι Προπαγάνδας, από διαφορετικούς δρόμους, οδηγούν τελικά στο ίδιο αποτέλεσμα. Υπάρχει ταυτότις αποτελέσματος Προπαγάνδας και Αγκιτάτσιας.
Αναφέραμε ήδη ότι δεν υπάρχει ανάμεσα στους δύο τύπους Προπαγάνδας απόλυτος διαχωρισμός. Αυτό ισχύει και για όλους τούς κανόνες της προπαγανδιστικής τεχνικής. Ποτέ στην Προπαγάνδα η ισχύς ενός κανόνος δεν είναι απόλυτη. Και ποτέ, ένας κανόνας, δεν πρέπει να λαμβάνεται μεμονωμένος, ανεξάρτητα από τούς άλλους. Ανάμεσα στους κανόνες πού συνθέτουν αυτό πού λέμε «επιστημονική τεχνική της διαδόσεως ιδεών», υπάρχει συνεχής αλληλεξάρτηση. Ο συνδυασμός τους είναι απόλυτη ανάγκη.
Το ποιός κανόνας θα εφαρμοστεί λιγότερο ή περισσότερο, ποιός τώρα και ποιός υστέρα, ποιός σήμερα και ποιός αύριο ή ποιός στην αρχή και ποιός στο τέλος, αυτό καθορίζεται κάθε φορά από τον προπαγανδιστή.
Αυτός, πρέπει να πάρει υπ' όψη του όλους τους παράγοντες πού ασκούν καθοριστικό ρόλο στην εξέλιξη μιας προπαγανδιστικής επιχειρήσεως και οι οποίοι είναι:
α) Ο επιδιωκόμενος σκοπός,
β) Το θέμα με το οποίο υπηρετεί τον σκοπό,
γ) Το είδος τού κοινού προς το όποιο απευθύνεται.
δ) Ο τόπος, στον όποιο διεξάγεται η Προπαγάνδα (χώρος) και
ε) Ο χρόνος κατά τον όποιο διεξάγεται (κοινωνικές, πολιτικές, ψυχολογικές συνθήκες).
Γενικά, αρχή της Προπαγάνδας με απόλυτη ισχύ, είναι μόνον μία: η σχετικότις
α) Ο επιδιωκόμενος σκοπός,
β) Το θέμα με το οποίο υπηρετεί τον σκοπό,
γ) Το είδος τού κοινού προς το όποιο απευθύνεται.
δ) Ο τόπος, στον όποιο διεξάγεται η Προπαγάνδα (χώρος) και
ε) Ο χρόνος κατά τον όποιο διεξάγεται (κοινωνικές, πολιτικές, ψυχολογικές συνθήκες).
Γενικά, αρχή της Προπαγάνδας με απόλυτη ισχύ, είναι μόνον μία: η σχετικότις
Γενικά Περί Κομμουνιστικής Προπαγάνδας
“Δεν θέλουμε θεωρητικά συγγράμματα αλλά φλογερά, ζωντανά, επιθετικά κείμενα που είναι χίλιες φορές πιο ικανά να κινητοποιούν τούς ανθρώπους απ’ ό,τι οι θεωρητικές φλυαρίες” Β. I. Λένιν
Είναι Αγκιτάτσια
Αναφέραμε ότι οι κομμουνιστές χρησιμοποιούν και τούς δύο τύπους Προπαγάνδας ανάλογα με το κοινό προς το όποιο απευθύνονται και με τις εκάστοτε επιδιώξεις τους. Γενικά όμως, μπορούμε να πούμε, ότι οι κομμουνιστές, διεξάγουν κυρίως, Προπαγάνδα δευτέρου τύπου «Αγκιτάτσια». Το αγκιτατορικό στοιχείο είναι εκείνο πού υπερέχει γενικά στην Προπαγάνδα τους. Και τούτο είναι πολύ φυσικό. Γιατί, οι κομμουνιστές, αποβλέπουν στην πρόκληση της εξεγέρσεως, στην βίαιη ανατροπή ενός καθεστώτος, στην αντικατάσταση του από ένα άλλο κοινωνικοπολιτικό καθεστώς με μεθόδους βίας. Όλα αυτά, είναι αδύνατον να γίνουν από λίγα άτομα και ιδίως από σκεπτόμενα πρόσωπα. Για να πραγματοποιηθούν χρειάζονται σχετικά πλατειές και ιδίως φανατισμένες μάζες, πού να μισούν και να μάχονται. Και αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα μόνον της Αγκιτάτσιας.
Οι κομμουνιστές, απευθύνθηκαν, λοιπόν στις μάζες και σ’ αυτές εξακολουθούν να απευθύνονται. Αυτές είναι ο στόχος τους – το όργανο που θα τους επιτρέψει να πάρουν την εξουσία. Στις μάζες όμως δεν αρκεί κανείς να απευθυνθεί με ένα σύνολο ιδεών με μια συστηματοποιημένη ιδεολογία. Είναι πολύ πιο απλό, πιο εύκολο και πιο αποτελεσματικό να απευθυνθεί σ’ αυτές εκμεταλλευόμενος τις ανάγκες τους, τα συναισθήματά τους, τις επιθυμίες τους, τις απωθημένες τάσεις τους, τους καταπιεζόμενους πόθους των.
Γι’ αυτό, σύμφωνα και με τη συμβουλή του Λένιν, το Κ.Κ. εκμεταλλεύεται όλες τις «παροδικές ευκαιρίες συγκινήσεως» πού τού δίνονται και ωθεί τις μάζες σε διάφορες μαχητικές ενέργειες. Έτσι, βαθμιαία, αυτές, συνηθίζουν να το ακολουθούν. Και έρχεται ή ώρα πού τις οδηγεί, χωρίς καλά – καλά να το εννοήσουν, μέσα από ένα παραλήρημα ενθουσιασμού και από μία υστερική αποχαλίνωση τού πολεμικού τους ένστικτου, στην «επανάσταση» – ανατροπή. Εξαπολύει δηλαδή από μέσα τους τις εκρηκτικές καταστρεπτικές δυνάμεις πού περικλείονται στην ανθρώπινη ψυχή και ιδίως στην μαζοψυχή. Αυτό λ.χ. έγινε και στη χώρα μας το Δεκέμβριο τού 1944.
Για να πραγματοποίηση αυτές τις επιδιώξεις του, το Κ.Κ. είναι υποχρεωμένο να βρει μια «ειδική γλώσσα» με την οποία να απευθύνεται προς τις μάζες. Αυτή, δεν είναι η γλώσσα τού ιδεολογικού προσηλυτισμού. Είναι η γλώσσα τη αναταραχής και της ζυμώσεως. Η γλώσσα της Αγκιτάτσια. Δηλαδή της Προπαγάνδας που δεν απευθύνεται στο λογικό αλλά στα συναισθήματα και στα ένστικτα, που δεν γυρεύει να διαφώτιση αλλά να συνεγείρει, να ξεσηκώσει.
Η κομμουνιστική Προπαγάνδα είναι λοιπόν μια επιστημονική εκμετάλλευση των ενστίκτων και των συναισθημάτων των μαζών. Μια εκμετάλλευση των ιδιοτήτων της Μαζοψυχής με σκοπό την επίτευξη πρακτικών πολιτικών αποτελεσμάτων. Η κομμουνιστική Προπαγάνδα, είναι μια επιστήμη που μετατρέπει τις ιδέες σε διάθεση των μαζών για δράση.
Με την αγκιτατορική ιδιοφυΐα τους, ο Λένιν και ο Τρότσκι, εξαπέλυσαν το 1917 τα συνθήματά τους που ρύθμιζαν τα στάδια με τα οποία προχώρησαν προς την κατάληψη της εξουσίας και στην στερέωση τους σ” αυτήν. Οι δύο αρχηγοί των μπολσεβίκων καθοδήγησαν μια Αγκιτάτσια σε έκταση πρωτοφανή για την ανθρώπινη ιστορία. Η Αγκιτάτσιά τους διεξαγόταν κυρίως μέσα στην εργατική τάξη, στους αγρότες και στους στρατιώτες. Η Ρωσία πλημμύρισε τότε από εργοστασιακές εφημερίδες, από ρήτορες των πεζοδρομίων, των πάρκων και των πλατειών, από «διαφωτιστές» του στρατού, από προκηρύξεις και αφίξεις, από κόκκινα λάβαρα και υψωμένες γροθιές.
Όταν οι μπολσεβίκοι επεκράτησαν, δεν διέλυσαν τον κολοσσιαίο αγκιτατορικό μηχανισμό που είχαν δημιουργήσει. Δεν σταμάτησαν την Αγκιτάτσια τους. Απεναντίας, έθεσαν στη διάθεση της όλα τα μέσα που τους παρείχε η εξουσία με σκοπό να επεκτείνουν, να ολοκληρώσουν και να στερεώσουν την δικτατορία τους. Δημιουργήθηκε ο θεσμός των «πολιτικών επιτρόπων» που στάλθηκαν στις στρατιωτικές μονάδες με αποστολή να μετατρέπουν τις σχολαστικές και τυπικές στρατιωτικές εγκυκλίους και διαταγές, σε μαχητική διάθεση των στρατιωτών για δράση, σε γνήσιο πολεμικό μένος.
Περιοδεύουσες ομάδες διαφωτιστών από νεαρούς κομμουνιστές γύριζαν από μονάδα σε μονάδα, από χωριό σε χωριό, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, για να κάνουν Αγκιτάτσια με τα θεατρικά τους έργα, τους χορούς τους, τα τραγούδια τους και τις ομιλίες τους. Έτσι δημιουργήθηκε ένα τεράστιο δίκτυο «αγκιτατόρων» που με χίλιους δύο αγωγούς : τύπο, ραδιόφωνο, θέατρο, κινηματογράφο, προκηρύξεις, εφημερίδες τοίχου, εφημερίδες εργοστασίων, τοπικές εφημεριδούλες, διασκέψεις, συγκεντρώσεις, γιορτές, πανηγύρια, έφθανε ως τον κάθε άνθρωπο, ως την πιο απομακρυσμένη γωνιά της χώρας.
Η καθοδήγηση αυτού του τεράστιου και πολύμορφου έργου ανατέθηκε σε ένα κεντρικό επιτελείο που αργότερα ονομάσθηκε «Άγκίτ-Πρόπ», από συντόμευση των λέξεων Αγκιτάτσια – Προπαγάνδα. Και μόνο το γεγονός ότι η λέξις Αγκιτάτσια προηγήθηκε από την λέξη Προπαγάνδα, δείχνει ποιά είναι η βασική, η κυρία φύσις της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Το «Άγκίτ-Πρόπ», υπάρχει σήμερα σε κάθε Κ.Κ. και αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε Κεντρικής Επιτροπής του.
Οι αντίπαλοι των μπολσεβίκων, οι Λευκορώσοι, κατανόησαν τότε επίσης την σημασία της Προπαγάνδας ως «πολεμικού όπλου» και δημιούργησαν και αυτοί τον προπαγανδιστικό τους οργανισμό που ονομάσθηκε «Όσβαγκ». Το «Όσβαγκ» ήταν ένας αξιόλογος προπαγανδιστικός μηχανισμός με αρκετά μέσα στη διάθεση του και με επικεφαλής του σημαντικούς επιστήμονες της ψυχολογίας των μαζών. Το «Όσβαγκ» όμως χρησιμοποίησε κυρίως ως μέθοδο του την πειθώ. Έκανε δηλαδή «κυρίως Προπαγάνδα» (διαφώτιση). Προσπαθούσε να προσηλύτισει ιδεολογικά το κοινό του, ενώ οι μπολσεβίκοι έκαναν Αγκιτάτσια, απευθύνονταν στις μάζες, με λίγα χτυπητά εντυπωσιακά συνθήματα πού μιλούσαν στα ένστικτά τους, στις έμφυτες ροπές και στις επιθυμίες τους. Έτσι, ενώ οι μπολσεβίκοι κατόρθωναν να κινητοποιούν άμεσα τις μάζες, οι Λευκορώσοι προσπαθούσαν να τις κατηχήσουν ιδεολογικά.
Όταν οι μπολσεβίκοι επεκράτησαν, δεν διέλυσαν τον κολοσσιαίο αγκιτατορικό μηχανισμό που είχαν δημιουργήσει. Δεν σταμάτησαν την Αγκιτάτσια τους. Απεναντίας, έθεσαν στη διάθεση της όλα τα μέσα που τους παρείχε η εξουσία με σκοπό να επεκτείνουν, να ολοκληρώσουν και να στερεώσουν την δικτατορία τους. Δημιουργήθηκε ο θεσμός των «πολιτικών επιτρόπων» που στάλθηκαν στις στρατιωτικές μονάδες με αποστολή να μετατρέπουν τις σχολαστικές και τυπικές στρατιωτικές εγκυκλίους και διαταγές, σε μαχητική διάθεση των στρατιωτών για δράση, σε γνήσιο πολεμικό μένος.
Περιοδεύουσες ομάδες διαφωτιστών από νεαρούς κομμουνιστές γύριζαν από μονάδα σε μονάδα, από χωριό σε χωριό, από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, για να κάνουν Αγκιτάτσια με τα θεατρικά τους έργα, τους χορούς τους, τα τραγούδια τους και τις ομιλίες τους. Έτσι δημιουργήθηκε ένα τεράστιο δίκτυο «αγκιτατόρων» που με χίλιους δύο αγωγούς : τύπο, ραδιόφωνο, θέατρο, κινηματογράφο, προκηρύξεις, εφημερίδες τοίχου, εφημερίδες εργοστασίων, τοπικές εφημεριδούλες, διασκέψεις, συγκεντρώσεις, γιορτές, πανηγύρια, έφθανε ως τον κάθε άνθρωπο, ως την πιο απομακρυσμένη γωνιά της χώρας.
Η καθοδήγηση αυτού του τεράστιου και πολύμορφου έργου ανατέθηκε σε ένα κεντρικό επιτελείο που αργότερα ονομάσθηκε «Άγκίτ-Πρόπ», από συντόμευση των λέξεων Αγκιτάτσια – Προπαγάνδα. Και μόνο το γεγονός ότι η λέξις Αγκιτάτσια προηγήθηκε από την λέξη Προπαγάνδα, δείχνει ποιά είναι η βασική, η κυρία φύσις της κομμουνιστικής προπαγάνδας. Το «Άγκίτ-Πρόπ», υπάρχει σήμερα σε κάθε Κ.Κ. και αποτελεί συστατικό στοιχείο κάθε Κεντρικής Επιτροπής του.
Οι αντίπαλοι των μπολσεβίκων, οι Λευκορώσοι, κατανόησαν τότε επίσης την σημασία της Προπαγάνδας ως «πολεμικού όπλου» και δημιούργησαν και αυτοί τον προπαγανδιστικό τους οργανισμό που ονομάσθηκε «Όσβαγκ». Το «Όσβαγκ» ήταν ένας αξιόλογος προπαγανδιστικός μηχανισμός με αρκετά μέσα στη διάθεση του και με επικεφαλής του σημαντικούς επιστήμονες της ψυχολογίας των μαζών. Το «Όσβαγκ» όμως χρησιμοποίησε κυρίως ως μέθοδο του την πειθώ. Έκανε δηλαδή «κυρίως Προπαγάνδα» (διαφώτιση). Προσπαθούσε να προσηλύτισει ιδεολογικά το κοινό του, ενώ οι μπολσεβίκοι έκαναν Αγκιτάτσια, απευθύνονταν στις μάζες, με λίγα χτυπητά εντυπωσιακά συνθήματα πού μιλούσαν στα ένστικτά τους, στις έμφυτες ροπές και στις επιθυμίες τους. Έτσι, ενώ οι μπολσεβίκοι κατόρθωναν να κινητοποιούν άμεσα τις μάζες, οι Λευκορώσοι προσπαθούσαν να τις κατηχήσουν ιδεολογικά.
Ο τότε διευθυντής του Οσβαγκ, Σ. Τσαχότιν γράφει:
«Η δραστηριότις του «Οσβαγκ αν και χρησιμοποιούσε και μορφές συγκινήσεως ήταν περισσότερο προσανατολισμένη προς την Προπαγάνδα την βασισμένη στον συλλογισμό και την πειθώ. Γι” αυτό, ενώ είχε επίδραση στους διανοουμένους δεν κατόρθωνε να επηρεάσει ισχυρά τις λαϊκές μάζες και κατά συνέπεια απέτυχε».
Από αυτήν την πρώτη σύγκρουση Αγκιτάτσιας και Προπαγάνδας, νικήτρια βγήκε η πρώτη. Από τότε, παρέμεινε σταθερή η προτίμηση των κομμουνιστών προς την Ζύμωση, την Αγκιτάτσια. Σε όλες τις κομμουνιστικές επαναστάσεις πού ακολούθησαν την επανάσταση τού 1917, το κυριότερο όπλο υπήρξε η Αγκιτάτσια. Αυτό έγινε και στην Κίνα και στην Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα. Στην Κίνα και στην Γιουγκοσλαβία, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, οι αγκιτάτορες αποτελούσαν βασικό στοιχείο κάθε κομμουνιστικής στρατιωτικής μονάδος. Την άγκιτατορική μέθοδο χρησιμοποιούν και όλα τα Κ.Κ. σε όλες τις χώρες. Η κομμουνιστική Προπαγάνδα λοιπόν, από την ίδια την φύση των επιδιώξεων του κομμουνισμού, είναι δευτέρου τύπου: Ζύμωσης – Αγκιτάτσια.
Αγκιτάτσια ειδικού τύπου:
«Η δραστηριότις του «Οσβαγκ αν και χρησιμοποιούσε και μορφές συγκινήσεως ήταν περισσότερο προσανατολισμένη προς την Προπαγάνδα την βασισμένη στον συλλογισμό και την πειθώ. Γι” αυτό, ενώ είχε επίδραση στους διανοουμένους δεν κατόρθωνε να επηρεάσει ισχυρά τις λαϊκές μάζες και κατά συνέπεια απέτυχε».
Από αυτήν την πρώτη σύγκρουση Αγκιτάτσιας και Προπαγάνδας, νικήτρια βγήκε η πρώτη. Από τότε, παρέμεινε σταθερή η προτίμηση των κομμουνιστών προς την Ζύμωση, την Αγκιτάτσια. Σε όλες τις κομμουνιστικές επαναστάσεις πού ακολούθησαν την επανάσταση τού 1917, το κυριότερο όπλο υπήρξε η Αγκιτάτσια. Αυτό έγινε και στην Κίνα και στην Γιουγκοσλαβία και στην Ελλάδα. Στην Κίνα και στην Γιουγκοσλαβία, κατά τον εμφύλιο πόλεμο, οι αγκιτάτορες αποτελούσαν βασικό στοιχείο κάθε κομμουνιστικής στρατιωτικής μονάδος. Την άγκιτατορική μέθοδο χρησιμοποιούν και όλα τα Κ.Κ. σε όλες τις χώρες. Η κομμουνιστική Προπαγάνδα λοιπόν, από την ίδια την φύση των επιδιώξεων του κομμουνισμού, είναι δευτέρου τύπου: Ζύμωσης – Αγκιτάτσια.
Αγκιτάτσια ειδικού τύπου:
Οι κομουνιστές δεν είναι ούτε οι πρώτοι, ούτε οι μόνοι που χρησιμοποίησαν και χρησιμοποιούν την Αγκιτάτσια. Άλλα η κομμουνιστική Αγκιτάτσια έχει ορισμένα ιδιαίτερα, δικά της χαρακτηριστικά που δεν τα βρίσκουμε στις άλλες Αγκιτάτσιες του παρελθόντος και του παρόντος. Αυτά τα χαρακτηριστικά, καθιστούν την κομμουνιστική Προπαγάνδα Αγκιτάτσια ειδικού τύπου και καθορίζουν τη δική της, την ξεχωριστή φύση, την διαφορετική από την Αγκιτάτσια που χρησιμοποίησαν άλλα κινήματα τού παρελθόντος όπως λ.χ. ο χριστιανισμός, ο μωαμεθανισμός, οι σταυροφορίες ή η Γαλλική Επανάσταση.
Τα χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής Αγκιτάτσιας τα είχε σε μεγάλο βαθμό και η Αγκιτάτσια του φασισμού (Μουσολίνι – Χίτλερ). Αλλά, η φασιστική Αγκιτάτσια εξέλειπε, ενώ η κομμουνιστική απεναντίας, όλο και διευρύνεται σε έκταση και σε βάθος. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής Αγκιτάτσια είναι τέσσερα: Η μονιμότητα, η καθολικότητα, ο άντιατομισμός και η μονοπώληση.
Αγκιτάστια είναι το «αλλαγή» – «διακύβευμα» – “ο λαός στην εξουσία” – «κυρίαρχος λαός» – “λεφτά υπάρχουν” – “μαζί θα κυβερνήσουμε” – “ο θεός σε αγαπάει” – “η δουλειά είναι ευτυχία” – «ή τα τάνκς ή εγώ» – “ο χρόνος είναι χρήμα” – “οι διακοπές του λαού” – “μάθε γράμματα να γίνεις άνθρωπος χρήσιμος” – “τα μπάνια του υπαλλήλου” – “ρούχα ολόλευκα” – “πληθύνεσθε κι αυξάνεσθε” και άλλα τέτοια προπαγανδιστικά κι ωραία που σε εγκλωβίζουν μέσα σε ασημαντότητες, ικανοποιώντας κι ενδυναμώνοντας το εγώ σου.
Η ΜΟΝΙΜΟΤΗΣ
«Στην Προπαγάνδα δεν υπάρχουν ημέρες αργίας»
«Παντού και πάντα».
Ο μαρξισμός διδάσκει ότι στην κοινωνία διεξάγεται ένας αδιάκοπος αδυσώπητος και προαιώνιος πόλεμος: «η πάλη των τάξεων». Κάθε άνθρωπος, είτε το θέλει, είτε όχι, ανήκει σε μια τάξη. Και κάθε τάξις, είτε το θέλει είτε όχι, βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο εναντίον των άλλων τάξεων. Έτσι, κάθε άνθρωπος, αφού ανήκει σε μια τάξη, αντικειμενικά, έστω και αν αυτό δεν το έχει κατανοήσει υποκειμενικά, βρίσκεται σε πόλεμο με τις άλλες κοινωνικές τάξεις δηλ. σε αγώνα αλληλοεξοντώσεως προς τους συνανθρώπους του.
Μια έκφραση αυτού του πολέμου των τάξεων κατά τους μαρξιστές είναι και η Πολιτική. Αυτή, για τους κομμουνιστές δεν είναι αντιπαράθεση διαφορετικών λύσεων για τα προβλήματα πού αντιμετωπίζει ένα έθνος, ούτε μία επιλογή από μέρους τού λαού εκείνων ποΥ νομίζει ότι είναι ικανοί να τον κυβερνήσουν. Είναι ένας πόλεμος εξοντώσεως μεταξύ αντίπαλων τάξεων. Κύριο όπλο αυτού τοΥ πολέμου είναι η Προπαγάνδα. Κάθε άνθρωπος, κατά τον μαρξισμό, μετέχει στον ταξικό πόλεμο. Δεν υπάρχει κανείς που να μη δρα πολιτικώς, γιατί δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη πράξη που να μην έχει και πολιτική σημασία.
Αφού λοιπόν, κάθε πράξη μας έχει οπωσδήποτε και πολιτική σημασία, αυτό θα πει κατά τους κομουνιστές, ότι κάθε πράξη μας έχει και προπαγανδιστική σημασία. Με τα λόγια μας, με την εργασία μας, με την δημόσια αλλά και με την ιδιωτική μας ζωή, κάνουμε πολιτική, κάνουμε Προπαγάνδα, γιατί όλες αυτές οι ενέργειες μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, εντάσσονται μέσα στα πλαίσια του «κοινωνικού πολέμου», της «πάλης των τάξεων».
Αφού ο πόλεμος των τάξεων είναι μόνιμος και η κυριότερη εκδήλωση του, η Προπαγάνδα, είναι επίσης ένα μόνιμο φαινόμενο της ανθρώπινης κοινωνίας. Όποιος λοιπόν δεν ασκεί την Προπαγάνδα παρά μόνον ευκαιριακά, σε πολλές περιπτώσεις αφήνει τον εχθρό του να τον βάλλει χωρίς να άπαντα στα πυρά του. Άρα, χάνει την μάχη. Κάθε παράταξη, κάθε τάξη, κάθε κόμμα, κάθε οργάνωση και κάθε άνθρωπος που εντάσσεται σε ένα κίνημα, οφείλουν να διεξαγάγουν την Προπαγάνδα όχι ευκαιριακά, αλλά μονίμως.
«Στην Προπαγάνδα δεν υπάρχουν ήμερες αργίας» διδάσκουν στις σχολές Προπαγάνδας των κομμουνιστικών χωρών. Η Προπαγάνδα δεν ξέρει ούτε διακοπές, ούτε εορτές, ούτε Κυριακές. Γίνεται παντού και πάντα. 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. Η Προπαγάνδα είναι ένας μόνιμος θεσμός του κομμουνισμού. Πριν από αυτόν διεξαγόταν ευκαιριακά. Με τον κομμουνισμό, για πρώτη φορά στην Ιστορία, η Προπαγάνδα έγινε ένας σταθερός, μόνιμος θεσμός, ένα συστατικό στοιχείο της κοινωνίας.
Το παράδειγμα του κομμουνισμού, το μιμήθηκε με επιτυχία και ο φασισμός.
Ο τύπος του κομμουνιστή:
Τα χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής Αγκιτάτσιας τα είχε σε μεγάλο βαθμό και η Αγκιτάτσια του φασισμού (Μουσολίνι – Χίτλερ). Αλλά, η φασιστική Αγκιτάτσια εξέλειπε, ενώ η κομμουνιστική απεναντίας, όλο και διευρύνεται σε έκταση και σε βάθος. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κομμουνιστικής Αγκιτάτσια είναι τέσσερα: Η μονιμότητα, η καθολικότητα, ο άντιατομισμός και η μονοπώληση.
Αγκιτάστια είναι το «αλλαγή» – «διακύβευμα» – “ο λαός στην εξουσία” – «κυρίαρχος λαός» – “λεφτά υπάρχουν” – “μαζί θα κυβερνήσουμε” – “ο θεός σε αγαπάει” – “η δουλειά είναι ευτυχία” – «ή τα τάνκς ή εγώ» – “ο χρόνος είναι χρήμα” – “οι διακοπές του λαού” – “μάθε γράμματα να γίνεις άνθρωπος χρήσιμος” – “τα μπάνια του υπαλλήλου” – “ρούχα ολόλευκα” – “πληθύνεσθε κι αυξάνεσθε” και άλλα τέτοια προπαγανδιστικά κι ωραία που σε εγκλωβίζουν μέσα σε ασημαντότητες, ικανοποιώντας κι ενδυναμώνοντας το εγώ σου.
Η ΜΟΝΙΜΟΤΗΣ
«Στην Προπαγάνδα δεν υπάρχουν ημέρες αργίας»
«Παντού και πάντα».
Ο μαρξισμός διδάσκει ότι στην κοινωνία διεξάγεται ένας αδιάκοπος αδυσώπητος και προαιώνιος πόλεμος: «η πάλη των τάξεων». Κάθε άνθρωπος, είτε το θέλει, είτε όχι, ανήκει σε μια τάξη. Και κάθε τάξις, είτε το θέλει είτε όχι, βρίσκεται σε διαρκή πόλεμο εναντίον των άλλων τάξεων. Έτσι, κάθε άνθρωπος, αφού ανήκει σε μια τάξη, αντικειμενικά, έστω και αν αυτό δεν το έχει κατανοήσει υποκειμενικά, βρίσκεται σε πόλεμο με τις άλλες κοινωνικές τάξεις δηλ. σε αγώνα αλληλοεξοντώσεως προς τους συνανθρώπους του.
Μια έκφραση αυτού του πολέμου των τάξεων κατά τους μαρξιστές είναι και η Πολιτική. Αυτή, για τους κομμουνιστές δεν είναι αντιπαράθεση διαφορετικών λύσεων για τα προβλήματα πού αντιμετωπίζει ένα έθνος, ούτε μία επιλογή από μέρους τού λαού εκείνων ποΥ νομίζει ότι είναι ικανοί να τον κυβερνήσουν. Είναι ένας πόλεμος εξοντώσεως μεταξύ αντίπαλων τάξεων. Κύριο όπλο αυτού τοΥ πολέμου είναι η Προπαγάνδα. Κάθε άνθρωπος, κατά τον μαρξισμό, μετέχει στον ταξικό πόλεμο. Δεν υπάρχει κανείς που να μη δρα πολιτικώς, γιατί δεν υπάρχει καμία ανθρώπινη πράξη που να μην έχει και πολιτική σημασία.
Αφού λοιπόν, κάθε πράξη μας έχει οπωσδήποτε και πολιτική σημασία, αυτό θα πει κατά τους κομουνιστές, ότι κάθε πράξη μας έχει και προπαγανδιστική σημασία. Με τα λόγια μας, με την εργασία μας, με την δημόσια αλλά και με την ιδιωτική μας ζωή, κάνουμε πολιτική, κάνουμε Προπαγάνδα, γιατί όλες αυτές οι ενέργειες μας, είτε το θέλουμε είτε όχι, εντάσσονται μέσα στα πλαίσια του «κοινωνικού πολέμου», της «πάλης των τάξεων».
Αφού ο πόλεμος των τάξεων είναι μόνιμος και η κυριότερη εκδήλωση του, η Προπαγάνδα, είναι επίσης ένα μόνιμο φαινόμενο της ανθρώπινης κοινωνίας. Όποιος λοιπόν δεν ασκεί την Προπαγάνδα παρά μόνον ευκαιριακά, σε πολλές περιπτώσεις αφήνει τον εχθρό του να τον βάλλει χωρίς να άπαντα στα πυρά του. Άρα, χάνει την μάχη. Κάθε παράταξη, κάθε τάξη, κάθε κόμμα, κάθε οργάνωση και κάθε άνθρωπος που εντάσσεται σε ένα κίνημα, οφείλουν να διεξαγάγουν την Προπαγάνδα όχι ευκαιριακά, αλλά μονίμως.
«Στην Προπαγάνδα δεν υπάρχουν ήμερες αργίας» διδάσκουν στις σχολές Προπαγάνδας των κομμουνιστικών χωρών. Η Προπαγάνδα δεν ξέρει ούτε διακοπές, ούτε εορτές, ούτε Κυριακές. Γίνεται παντού και πάντα. 24 ώρες το 24ωρο, 7 ημέρες την εβδομάδα. Η Προπαγάνδα είναι ένας μόνιμος θεσμός του κομμουνισμού. Πριν από αυτόν διεξαγόταν ευκαιριακά. Με τον κομμουνισμό, για πρώτη φορά στην Ιστορία, η Προπαγάνδα έγινε ένας σταθερός, μόνιμος θεσμός, ένα συστατικό στοιχείο της κοινωνίας.
Το παράδειγμα του κομμουνισμού, το μιμήθηκε με επιτυχία και ο φασισμός.
Ο τύπος του κομμουνιστή:
Ό κομμουνιστής είναι υποχρεωμένος να έχει πάντα υπ” όψη του την «πολιτική» δηλ. την προπαγανδιστική πλευρά κάθε πράξεώς του. Και οφείλει να προσέχει, ώστε οι πράξεις του να είναι τέτοιες που να ωφελούν προπαγανδιστικά το κόμμα του. «Μη ξεχνάς ποτέ σου ότι είσαι κομμουνιστής». Αυτό το σύνθημα είναι μια βασική εντολή κάθε Κ.Κ. προς τα μέλη του. Η εντολή σημαίνει για τον κομμουνιστή ότι παντού και πάντα, στη δουλειά, στο καφενείο, στο λεωφορείο, στην εκδρομή, στον κινηματογράφο, όταν εργάζεται, όταν διασκεδάζει, όταν κουβεντιάζει, οφείλει, είτε με τα λόγια είτε με τα έργα του, γενικά με την όλη συμπεριφορά του, να κάνη Προπαγάνδα για το κόμμα του.
Από αυτήν την σκοπιά πρέπει να βλέπει και να καθορίζει τον τρόπο με τον όποιο εργάζεται, ντύνεται, διασκεδάζει και γενικά τον τρόπο με τον όποιο ζει. Έτσι, ο κομμουνιστής, δεν μπορεί λ.χ. να ντύνεται σύμφωνα με την δυτική μόδα, να πηγαίνει στην εκκλησία, να χορεύει αμερικάνικους χορούς, να λατρεύει την τζαζ, να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα ή να παντρευτεί μια αστή, διότι οι τέτοιες ενέργειες, ασυμβίβαστες προς εκείνα που διδάσκει και προς τον τρόπο ζωής που θέλει να επιβάλει το κόμμα του, θα είχαν ένα προπαγανδιστικό αποτέλεσμα δυσμενές γι» αυτό.
Άλλωστε, ο κομμουνιστής, από την ώρα που γίνεται πραγματικά τέτοιος, παύει να ανήκει στον εαυτό του. Δεν είναι πια ένας ιδιώτης. Είναι ένας στρατιώτης που υπηρετεί το κόμμα του. Σ” αυτό ανήκει. Η θητεία του κρατά όσο και η ζωή του – εκτός αν παύση να είναι κομμουνιστής. Δεν δικαιούται να έχει ατομική ζωή, οντότητα, σκέψη, ύπαρξη. Όλα του τα δικαιώματα τα παραδίδει εν λευκώ στο κόμμα. Κάνει μια ολική και οριστική απαλλοτρίωση δικαιωμάτων και προσωπικότητας, προς όφελος του κόμματος του.
Δεν δικαιούται λ.χ. να διάλεξη τον τόπο της διαμονής του. Θα ζήση εκεί όπου τον χρειάζεται το κόμμα. Δεν μπορεί να αλλάξει δουλειά. Θα εργάζεται εκεί όπου τον θέλει η κομματική οργάνωση. Δεν επιτρέπεται να παντρευτεί χωρίς το κόμμα να του δώσει την σχετική άδεια. Δεν έχει το δικαίωμα να διαλέξει την σύζυγο του, αν δεν την εγκρίνει το κόμμα. Ο κομμουνιστής βρίσκεται παντού και πάντα σε υπηρεσία. Ποτέ του δεν έχει άδεια. Όπου κι αν είναι, ότι κι αν κάνη, υποχρεούται να εργάζεται για τον κομμουνισμό. (τα ίδια ισχύουν και στον φασισμό)
Η γνώσις αυτού τού γεγονότος, αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για την κατανόηση του κομμουνισμού, ο όποιος δεν είναι μόνο ένα κίνημα, μία ιδεολογία ή ένα σύστημα, άλλα επίσης και ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μιά ειδική νοοτροπία, μία ιδιάζουσα ψυχολογία. Ο κομμουνιστής, δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που έχει άλλες απόψεις και πιστεύει σε άλλες ιδέες. Είναι προ πάντων ένας άνθρωπος με ριζικά διαφορετική νοοτροπία, με άλλο τρόπο σκέψεως, με δική του ψυχοσύνθεση.
Γι’ αυτό, πολλές φορές, οι αντιδράσεις του είναι αντίθετες από εκείνες των άλλων ανθρώπων. Και είναι σφάλμα να προβλέπουμε τις ενέργειες των κομμουνιστών με βάση το τι θα κάναμε εμείς στην θέση τους. Ό κομμουνιστής θα κάνει εκείνο που του επιβάλλει η δική του ψυχοσύνθεση. Για να μπορούμε λοιπόν να προβλέψουμε σωστά τις ενέργειες και τις αντιδράσεις του, για να τον αντιμετωπίσουμε με τον ορθό τρόπο, πρέπει να μελετήσουμε την ψυχολογία του και να διεισδύσουμε όσο γίνεται πιο βαθειά στον τόσο ξένο και παράδοξο για ένα ελεύθερο άνθρωπο ψυχικό κόσμο του εθελόδουλου.
Η αρχή «παντού και πάντα» είναι βασική για την κομμουνιστική Προπαγάνδα. Η σημασία που της δίνουν είναι τόσο μεγάλη, ώστε συχνά, οι κομμουνιστές φθάνουν στο σημείο να λένε ότι «ό άνθρωπος είναι ζώο πού κάνει Προπαγάνδα». Φυσικά αυτός ο ορισμός είναι υπερβολικός, αλλά δείχνει την σημασία που αποδίδουν οι κομμουνιστές στην Προπαγάνδα, σε σημείο που μπορούμε να πούμε, χωρίς υπερβολή, ότι ο κομμουνιστής είναι ένας άνθρωπος που κάνει Προπαγάνδα:
Η κάλυψη της Αγκιτάτσιας: Πολλές φορές η μονίμως διεξαγομένη κομμουνιστική Αγκιτάτσια δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή από τους πολλούς, γιατί συχνότατα, δεν είναι άμεση, άλλα έμμεση. Άλλωστε η Αγκιτάτσια, όπως αναφέραμε, δεν αποβλέπει άμεσα στον ιδεολογικό προσηλυτισμό, αλλά στην ζύμωση.
Κατά συνέπεια, η Προπαγάνδα των κομμουνιστών δεν παίρνει πάντοτε τη μορφή του ανοικτού προσηλυτισμού στις ιδέες τους. Συνήθως έχει τη μορφή της εκδηλώσεως μιας γενικής δυσαρέσκειας ή της διεκδικήσεως ενός κοινού αιτήματος. Έτσι, συμβιβάζεται και εναρμονίζεται με το «κοινό» αίσθημα», συμβαδίζει μαζί του. Γι” αυτό, δεν δίνει την εντύπωση της Προπαγάνδας, αφού παίρνει την μορφή της εκφράσεως ενός γενικού αισθήματος. Η κομμουνιστική Προπαγάνδα, με λόγια, μεταμφιέζεται σε μία έκφραση της Κοινής Γνώμης . Ένα παράδειγμα :
Πολύς κόσμος είναι μαζεμένος στη στάση του λεωφορείου. Κάνει πολύ ζέστη ή βρέχει. Το λεωφορείο αργεί να έρθει ή περνά γεμάτο χωρίς να σταθεί. Μαζί με τον άλλο κόσμο περιμένει και ένας κομμουνιστής. Όλοι, όσοι περιμένουν, είναι δυσαρεστημένοι, εκνευρισμένοι. Σε μια στιγμή, ο κομμουνιστής αρχίζει να διαμαρτύρεται υψηλόφωνα για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση, να εκφράζει την γενική δυσφορία, την οποία εντέχνως στρέφει εναντίον του αστικού κράτους χωρίς να εκδηλώσει ανοιχτά τα φρονήματα του.
Ο κόσμος που τον ακούει συμφωνεί μαζί του. Έτσι, δεν έχει το συναίσθημα ότι είναι στόχος Προπαγάνδας. Εάν ο κομμουνιστής αγκιτάτορας κρίνει ότι το περιβάλλον το επιτρέπει, μπορεί να προχωρήσει και περισσότερο «πολιτικοποιώντας» το θέμα του. Άπειρες είναι οι ευκαιρίες που προσφέρονται από την καθημερινή ζωή στον κομμουνιστή για να κάνη την Αγκιτάτσια του. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε έκφραση δυσαρέσκειας ή κριτικής αποτελεί και κομμουνιστική Προπαγάνδα. Μία τέτοια σκέψη θα αποτελούσε τραγική παρεξήγηση και θα ενίσχυε τον κομμουνισμό.
Συμπέρασμα
Σήμερα η Προπαγάνδα διεξάγεται μονίμως. Παντού και πάντοτε. Προς κάθε κατεύθυνση. Όλοι μας είμεθα μόνιμοι στόχοι της Προπαγάνδας. Αυτή, αποτελεί πια ένα συστατικό στοιχείο της σύγχρονης ζωής, ένα σταθερό θεσμό της. Η Προπαγάνδα είναι ένα μόνιμο φαινόμενο όλων των κοινωνιών τού αιώνα μας. Η πιο μόνιμη απ όλες τις Προπαγάνδες είναι η κομμουνιστική, η πρώτη άλλωστε πού πραγματικά έγινε μόνιμος θεσμός ενός κινήματος και ενός τρόπου ζωής. Το πρώτο γνώρισμα της κομμουνιστικής Αγκιτάτσιας είναι η μονιμότητά της. Διεξάγεται παντού και πάντα. Με όλα τα μέσα. Σε όλους τούς χρόνους. Σε όλους τούς χώρους. Προς κάθε κατεύθυνση. Ακολουθεί τον πολίτη από την ώρα πού θα γεννηθεί ως τον θάνατό του. Μπορούμε να πούμε ότι η κομμουνιστική Προπαγάνδα είναι μία Αγκιτάτσια μονίμως διεξαγόμενη.
[1] Σ’ αυτό οφείλεται και η αρχική στάση του υπέρ του «Όχι», της 28ης “Οκτωβρίου 1940, το οποίο ενέκρινε με την πρώτη επιστολή του, παρά την ύπαρξη της σοβιετοχιτλερικής συμμαχίας. Μετά, κατάλαβε το λάθος του και έγραψε δύο άλλες επιστολές με τις όποιες πήρε θέση εναντίον του «Όχι» και εναρμονίσθηκε με την τότε φιλοαξονική «γραμμή» της Μόσχας και του διεθνούς κομμουνισμού.
Βιβλιογραφία: Γεώργιος Κ. Γεωργαλάς “Η Προπαγάνδα” Αθήνα 1967
https://adiotos.wordpress.com/
Από αυτήν την σκοπιά πρέπει να βλέπει και να καθορίζει τον τρόπο με τον όποιο εργάζεται, ντύνεται, διασκεδάζει και γενικά τον τρόπο με τον όποιο ζει. Έτσι, ο κομμουνιστής, δεν μπορεί λ.χ. να ντύνεται σύμφωνα με την δυτική μόδα, να πηγαίνει στην εκκλησία, να χορεύει αμερικάνικους χορούς, να λατρεύει την τζαζ, να διαβάζει αστυνομικά μυθιστορήματα ή να παντρευτεί μια αστή, διότι οι τέτοιες ενέργειες, ασυμβίβαστες προς εκείνα που διδάσκει και προς τον τρόπο ζωής που θέλει να επιβάλει το κόμμα του, θα είχαν ένα προπαγανδιστικό αποτέλεσμα δυσμενές γι» αυτό.
Άλλωστε, ο κομμουνιστής, από την ώρα που γίνεται πραγματικά τέτοιος, παύει να ανήκει στον εαυτό του. Δεν είναι πια ένας ιδιώτης. Είναι ένας στρατιώτης που υπηρετεί το κόμμα του. Σ” αυτό ανήκει. Η θητεία του κρατά όσο και η ζωή του – εκτός αν παύση να είναι κομμουνιστής. Δεν δικαιούται να έχει ατομική ζωή, οντότητα, σκέψη, ύπαρξη. Όλα του τα δικαιώματα τα παραδίδει εν λευκώ στο κόμμα. Κάνει μια ολική και οριστική απαλλοτρίωση δικαιωμάτων και προσωπικότητας, προς όφελος του κόμματος του.
Δεν δικαιούται λ.χ. να διάλεξη τον τόπο της διαμονής του. Θα ζήση εκεί όπου τον χρειάζεται το κόμμα. Δεν μπορεί να αλλάξει δουλειά. Θα εργάζεται εκεί όπου τον θέλει η κομματική οργάνωση. Δεν επιτρέπεται να παντρευτεί χωρίς το κόμμα να του δώσει την σχετική άδεια. Δεν έχει το δικαίωμα να διαλέξει την σύζυγο του, αν δεν την εγκρίνει το κόμμα. Ο κομμουνιστής βρίσκεται παντού και πάντα σε υπηρεσία. Ποτέ του δεν έχει άδεια. Όπου κι αν είναι, ότι κι αν κάνη, υποχρεούται να εργάζεται για τον κομμουνισμό. (τα ίδια ισχύουν και στον φασισμό)
Η γνώσις αυτού τού γεγονότος, αποτελεί στοιχείο απαραίτητο για την κατανόηση του κομμουνισμού, ο όποιος δεν είναι μόνο ένα κίνημα, μία ιδεολογία ή ένα σύστημα, άλλα επίσης και ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, μιά ειδική νοοτροπία, μία ιδιάζουσα ψυχολογία. Ο κομμουνιστής, δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος που έχει άλλες απόψεις και πιστεύει σε άλλες ιδέες. Είναι προ πάντων ένας άνθρωπος με ριζικά διαφορετική νοοτροπία, με άλλο τρόπο σκέψεως, με δική του ψυχοσύνθεση.
Γι’ αυτό, πολλές φορές, οι αντιδράσεις του είναι αντίθετες από εκείνες των άλλων ανθρώπων. Και είναι σφάλμα να προβλέπουμε τις ενέργειες των κομμουνιστών με βάση το τι θα κάναμε εμείς στην θέση τους. Ό κομμουνιστής θα κάνει εκείνο που του επιβάλλει η δική του ψυχοσύνθεση. Για να μπορούμε λοιπόν να προβλέψουμε σωστά τις ενέργειες και τις αντιδράσεις του, για να τον αντιμετωπίσουμε με τον ορθό τρόπο, πρέπει να μελετήσουμε την ψυχολογία του και να διεισδύσουμε όσο γίνεται πιο βαθειά στον τόσο ξένο και παράδοξο για ένα ελεύθερο άνθρωπο ψυχικό κόσμο του εθελόδουλου.
Η αρχή «παντού και πάντα» είναι βασική για την κομμουνιστική Προπαγάνδα. Η σημασία που της δίνουν είναι τόσο μεγάλη, ώστε συχνά, οι κομμουνιστές φθάνουν στο σημείο να λένε ότι «ό άνθρωπος είναι ζώο πού κάνει Προπαγάνδα». Φυσικά αυτός ο ορισμός είναι υπερβολικός, αλλά δείχνει την σημασία που αποδίδουν οι κομμουνιστές στην Προπαγάνδα, σε σημείο που μπορούμε να πούμε, χωρίς υπερβολή, ότι ο κομμουνιστής είναι ένας άνθρωπος που κάνει Προπαγάνδα:
Η κάλυψη της Αγκιτάτσιας: Πολλές φορές η μονίμως διεξαγομένη κομμουνιστική Αγκιτάτσια δεν γίνεται άμεσα αντιληπτή από τους πολλούς, γιατί συχνότατα, δεν είναι άμεση, άλλα έμμεση. Άλλωστε η Αγκιτάτσια, όπως αναφέραμε, δεν αποβλέπει άμεσα στον ιδεολογικό προσηλυτισμό, αλλά στην ζύμωση.
Κατά συνέπεια, η Προπαγάνδα των κομμουνιστών δεν παίρνει πάντοτε τη μορφή του ανοικτού προσηλυτισμού στις ιδέες τους. Συνήθως έχει τη μορφή της εκδηλώσεως μιας γενικής δυσαρέσκειας ή της διεκδικήσεως ενός κοινού αιτήματος. Έτσι, συμβιβάζεται και εναρμονίζεται με το «κοινό» αίσθημα», συμβαδίζει μαζί του. Γι” αυτό, δεν δίνει την εντύπωση της Προπαγάνδας, αφού παίρνει την μορφή της εκφράσεως ενός γενικού αισθήματος. Η κομμουνιστική Προπαγάνδα, με λόγια, μεταμφιέζεται σε μία έκφραση της Κοινής Γνώμης . Ένα παράδειγμα :
Πολύς κόσμος είναι μαζεμένος στη στάση του λεωφορείου. Κάνει πολύ ζέστη ή βρέχει. Το λεωφορείο αργεί να έρθει ή περνά γεμάτο χωρίς να σταθεί. Μαζί με τον άλλο κόσμο περιμένει και ένας κομμουνιστής. Όλοι, όσοι περιμένουν, είναι δυσαρεστημένοι, εκνευρισμένοι. Σε μια στιγμή, ο κομμουνιστής αρχίζει να διαμαρτύρεται υψηλόφωνα για την απαράδεκτη αυτή κατάσταση, να εκφράζει την γενική δυσφορία, την οποία εντέχνως στρέφει εναντίον του αστικού κράτους χωρίς να εκδηλώσει ανοιχτά τα φρονήματα του.
Ο κόσμος που τον ακούει συμφωνεί μαζί του. Έτσι, δεν έχει το συναίσθημα ότι είναι στόχος Προπαγάνδας. Εάν ο κομμουνιστής αγκιτάτορας κρίνει ότι το περιβάλλον το επιτρέπει, μπορεί να προχωρήσει και περισσότερο «πολιτικοποιώντας» το θέμα του. Άπειρες είναι οι ευκαιρίες που προσφέρονται από την καθημερινή ζωή στον κομμουνιστή για να κάνη την Αγκιτάτσια του. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε έκφραση δυσαρέσκειας ή κριτικής αποτελεί και κομμουνιστική Προπαγάνδα. Μία τέτοια σκέψη θα αποτελούσε τραγική παρεξήγηση και θα ενίσχυε τον κομμουνισμό.
Συμπέρασμα
Σήμερα η Προπαγάνδα διεξάγεται μονίμως. Παντού και πάντοτε. Προς κάθε κατεύθυνση. Όλοι μας είμεθα μόνιμοι στόχοι της Προπαγάνδας. Αυτή, αποτελεί πια ένα συστατικό στοιχείο της σύγχρονης ζωής, ένα σταθερό θεσμό της. Η Προπαγάνδα είναι ένα μόνιμο φαινόμενο όλων των κοινωνιών τού αιώνα μας. Η πιο μόνιμη απ όλες τις Προπαγάνδες είναι η κομμουνιστική, η πρώτη άλλωστε πού πραγματικά έγινε μόνιμος θεσμός ενός κινήματος και ενός τρόπου ζωής. Το πρώτο γνώρισμα της κομμουνιστικής Αγκιτάτσιας είναι η μονιμότητά της. Διεξάγεται παντού και πάντα. Με όλα τα μέσα. Σε όλους τούς χρόνους. Σε όλους τούς χώρους. Προς κάθε κατεύθυνση. Ακολουθεί τον πολίτη από την ώρα πού θα γεννηθεί ως τον θάνατό του. Μπορούμε να πούμε ότι η κομμουνιστική Προπαγάνδα είναι μία Αγκιτάτσια μονίμως διεξαγόμενη.
[1] Σ’ αυτό οφείλεται και η αρχική στάση του υπέρ του «Όχι», της 28ης “Οκτωβρίου 1940, το οποίο ενέκρινε με την πρώτη επιστολή του, παρά την ύπαρξη της σοβιετοχιτλερικής συμμαχίας. Μετά, κατάλαβε το λάθος του και έγραψε δύο άλλες επιστολές με τις όποιες πήρε θέση εναντίον του «Όχι» και εναρμονίσθηκε με την τότε φιλοαξονική «γραμμή» της Μόσχας και του διεθνούς κομμουνισμού.
Βιβλιογραφία: Γεώργιος Κ. Γεωργαλάς “Η Προπαγάνδα” Αθήνα 1967
https://adiotos.wordpress.com/