Το σύγχρονο κουρδικό αίτημα για ανεξάρτητο κράτος ξεκινά στις αρχές του 20ου αιώνα, μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Μέχρι και τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα, οι κουρδικές περιοχές ήταν είτε ανεξάρτητες είτε αυτόνομες ηγεμονίες, χωρίστηκαν όμως από την Οθωμανική και την Περσική αυτοκρατορία. Αν και μετά τον Μεγάλο Πόλεμο υπήρχαν σχέδια για ίδρυση ενός κράτους Τούρκων και Κούρδων που θα ενσωμάτωνε και τους δυο λαούς στο εσωτερικό του, τελικά δεν ευδοκίμησαν, και έκτοτε οι κουρδικοί πληθυσμοί ζουν χωρισμένοι. Οι Σύμμαχοι και το νέο τουρκικό κράτος χωρίζουν τις κουρδικές περιοχές αναμεταξύ τους, καθώς στις περιοχές αυτές υπάρχουν πετρελαϊκά αποθέματα.
Για να γίνει πιο σαφές το κουρδικό ζήτημα – όπως διαμορφώθηκε έκτοτε – είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη τις διαφορές που παρουσιάζουν κάθε ένα από τα κράτη στα οποία διαμένουν μεγάλες κουρδικές κοινότητες.
Συνολικά, οι Κούρδοι είναι περίπου 25-35 εκατομμύρια και κατοικούν στις περιοχές της νότιας και νοτιοανατολικής Τουρκίας, της βόρειας Συρίας, του βόρειου Ιράκ, του βορειοδυτικού Ιράν, καθώς και στις περιοχές της Αρμενίας και του Αζερμπαϊτζάν.
Η πρώτη σοβαρή πολιτικοποιημένη προσπάθεια από τους Κούρδους μετά το Μεσοπόλεμο έγινε το 1942 στο Ιράν από την Κοινωνία για την Αναβίωση του Κουρδιστάν (Komala), η οποία το 1945 μετεξελίχθηκε στο Δημοκρατικό Κόμμα του Κουρδιστάν (KDP). Το KDP ζήτησε την αυτονομία της επικράτειάς του, όμως η επιτυχία του διήρκεσε μόνο τρία χρόνια, μέχρι, δηλαδή, να αποσυρθεί η σοβιετική βοήθεια. Παρόλα αυτά, ενέπνευσε τη δημιουργία δημοκρατικών κομμάτων και στα υπόλοιπα γειτονικά κράτη. Μάλιστα, το ίδιο ζήτημα επαναπροέκυψε στις δεκαετίες ’60 – ’70, με δυο αντιμαχόμενες ομάδες: την Επαναστατική Επιτροπή (KDPI) και την Επαναστατική Ομάδα Toilers του Κουρδιστάν (Komala), οι οποίες διαφωνούσαν για τη μορφή και τα αιτήματα του κινήματος, με το KDPI να ξεκινά από το 1984 να επιτίθεται στην αντίπαλή του ομάδα. Σήμερα, οι ομάδες αυτές έχουν βρει καταφύγιο στο Ιρακινό Κουρδιστάν, αλλά θα τις χαρακτηρίζαμε ως αναχρονιστικές, καθώς δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες κοινωνικές δομές και δεν ασπάζονται το αίτημα για ανεξαρτησία έναντι των παλιών παραδοσιακών θέσεων για αυτονομία.
Ακολουθώντας το παράδειγμα του Ιράν, το 1946 ιδρύεται το Κουρδικό Δημοκρατικό Κόμμα στο Ιράκ. Ωστόσο, τις δεκαετίες των ’60 και ’70 γίνονται πιο συγκροτημένες προσπάθειες αυτονόμησης από το Δημοκρατικό Κόμμα και τον αντίπαλό του, Toiler’s League (Komala), οι οποίοι πετυχαίνουν το σκοπό τους το 1974, για να το δουν να καταρρέει ένα χρόνο μόλις αργότερα, με την απόσυρση της ξένης βοήθειας. Το 1975, η ομάδα Komala μαζί με τον Jalal Talabani ιδρύουν την Πατριωτική Ένωση του Κουρδιστάν (PUK), η οποία συνεχίζει τις αντάρτικες επιθέσεις, ενώ ενθαρρύνει και το KDP να κάνει το ίδιο.
Στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ, αν και έχουν βασικές ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, θα συνασπιστούν το 1987 και οι δυο ομάδες με το Ιράν, PUK και KDP, κάτι που θα οδηγήσει το Ιράκ στην επιδίωξη της «τελικής λύσης» για το κουρδικό ζήτημα. Το 1991, με την ήττα του Ιράκ και τη δυτική παρέμβαση, οι ομάδες της PUK και KDP θα εδραιώσουν την ισχύ τους στην περιοχή του Κουρδιστάν, πάνω από το οποίο θα θεσπιστεί ζώνη απαγόρευσης πτήσης. Έκτοτε, τα δύο κόμματα θα συγκυβερνούν την περιοχή του Κουρδιστάν ανάλογα με τις ζώνες επιρροής τους, με μόνο μελανό σημείο την τετραετή τους εμφύλια διαμάχη. Στον πόλεμο του Ιράκ, το 2004, οι Κούρδοι θα συνασπιστούν με τις δυτικές δυνάμεις, και το 2005 θα ανακηρυχθεί πρόεδρος ο Talabani, ενώ ακόμα θα κατοχυρωθεί από το ιρακινό Σύνταγμα το Κουρδιστάν ως αυτόνομη ομοσπονδιακή περιοχή. Δέκα χρόνια περίπου αργότερα, το Ιρακινό Κουρδιστάν θα εμπλακεί στον πόλεμο ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος, παρέχοντας καταφύγιο σε χιλιάδες Κούρδους που έφυγαν από τη Συρία, αλλά και στρατιωτική υποστήριξη στους Κούρδους πολεμιστές που αγωνίζονται εκεί.
Στη γειτονική Συρία, οι Κούρδοι ανέρχονται (μαζί με τις υπόλοιπες μειονότητες) στο 10% περίπου του συνολικού πληθυσμού. Ήδη, από τη δεκαετία του ’50, οι Κούρδοι είχαν προβλήματα με τον αραβικό πληθυσμό, και, όπως αποδείχτηκε αργότερα, δεν μπορούσαν ούτε υπηκοότητα να αποκτήσουν. Το αίτημά τους ήταν η αυτονομία στα αστικά κέντρα του Βορρά που ήταν υπό τον έλεγχο τους.
Αν και κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου στη χώρα, οι κρατικές δυνάμεις υποχώρησαν το 2012 από τις κουρδικές περιοχές, οι Κούρδοι βρέθηκαν στη συνέχεια αντιμέτωποι με το Ισλαμικό Κράτος. Από το 2015 και έπειτα, οι κουρδικές δυνάμεις κατάφεραν να απελευθερώσουν συριακές πόλεις από το ΙΚ και συνεχίζουν τις μάχες, ενώ το Μάρτιο του 2016 ανακοίνωσαν ότι μια περιοχή στη βορειοανατολική Συρία είναι πλέον μία αυτόνομη περιοχή υπό τον έλεγχό τους. Οι κουρδικές ένοπλες δυνάμεις στη Συρία (YPG) αποτελούν, αυτή τη χρονική περίοδο, τις βασικές χερσαίες δυνάμεις που πολεμούν το ΙΚ, και γι’αυτό το λόγο δέχονται υποστήριξη είτε από γειτονικούς κουρδικούς πληθυσμούς είτε από ξένες δυνάμεις. Εκτός από το ΙΚ, όμως, αντιμετωπίζουν και την Τουρκία, η οποία υποστηρίζει πως το YPG είναι παρακλάδι του Κουρδικού Εργατικού Κόμματος (PKK), οπότε, μετά τις νίκες των Κούρδων κοντά στα σύνορά τους, οι Τούρκοι άρχισαν να εξαπολύουν επιθέσεις εναντίον τους.
Την μακροβιότερη διάρκεια αγωνιστικής δράσης παρουσιάζει χωρίς αμφιβολία η κουρδική κοινότητα της Τουρκίας. Οι πρώτοι αγώνες των Κούρδων στην περιοχή είχαν λάβει χώρα στις δεκαετίες του ’20 και ’30, καθώς εναντιώνονταν στις κοσμικές επιδιώξεις των κεμαλιστών, χωρίς ωστόσο επιτυχία. Το 1978 ιδρύεται στην Τουρκία το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (PKK) από τον Abdullah Ocalan, σε μια περίοδο συνεχιζόμενων αναταραχών που διήρκεσε είκοσι χρόνια. Από το 1984 το PKK ξεκινά ένοπλο αγώνα εναντίον της Τουρκίας, ζητώντας αρχικά ανεξαρτησία, και μετέπειτα την αυτονομία των κουρδικών περιοχών.
Η Τουρκία έχει χαρακτηρίσει το PKK ως τρομοκρατική οργάνωση, και έχει καταφέρει την αναγνώρισή του ως τέτοια και από τις Η.Π.Α και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, στα πλαίσια της ενταξιακής πορείας της Τουρκίας, δόθηκαν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας κάποιες ελευθερίες στην κουρδική κοινότητα, σε πολιτισμικό επίπεδο. Τα τελευταία χρόνια, μετά και από παρότρυνση από τον -φυλακισμένο πλέον- Ocalan, έγιναν προσπάθειες διαπραγματεύσεων και εκεχειρίας, οι οποίες το 2015 κατέρρευσαν. Έκτοτε έχουν αναζωπυρωθεί οι ένοπλες συρράξεις και οι βομβιστικές επιθέσεις. Στα πλαίσια αντιμετώπισης του PKK, η Τουρκία πολλές φορές έχει παραβιάσει τα σύνορα του Ιράκ και της Συρίας, με πρόφαση ότι Κούρδοι αντάρτες φυγαδεύονται στα γειτονικά κράτη και διεξάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις. Τέλος, μετά από πολύνεκρες επιθέσεις στην Τουρκία που αποδόθηκαν στο PKK, έχουν ξεκινήσει νέες στρατιωτικές επιχειρήσεις στα νοτιοανατολικά σύνορα της Τουρκίας, αλλά και στη Συρία εναντίον του YPG, που θεωρείται παρακλάδι του.
Αν και υπάρχει πολυάριθμη κουρδική διασπορά με σημαντικό έργο προς την αναγνώριση του δικαιώματος αυτοδιάθεσής τους, το κουρδικό ζήτημα έχει τη βάση του στις περιοχές που εκτείνεται ιστορικά το Κουρδιστάν. Ο κοινός πολιτισμός και η συνεχής μάχη για αυτονομία αποτελούν τον συνδετικό κρίκο για την κουρδική κοινότητα. Παρουσιάζονται, όμως, και πολλές διαφορές σε επίπεδο κοινωνικής συνοχής, ιδεολογίας και θρησκείας που δυσκολεύουν τη δημιουργία ενός ενιαίου κινήματος, και αυτό θεωρείται το σημαντικότερο, ίσως, εμπόδιο που έχουν να αντιμετωπίσουν.
Ιωάννα Πανοπούλου
https://powerpolitics.eu